Του Μισέλ Τσοσουντόφσκι *
Πληθωρισμός
Η άνοδος στις τιμές των καυσίμων προκαλεί απότομη άνοδο του πληθωρισμού, που οδηγεί στη συμπίεση της πραγματικής αγοραστικής δύναμης και σε μια αναμενόμενη διεθνή υποχώρηση της καταναλωτικής εμπιστοσύνης. Από την κατάσταση αυτή έχουν επηρεαστεί όλες οι τάξεις, ακόμη και η μεσοαστική των ανεπτυγμένων κρατών του κόσμου. Ας κατανοηθεί πως οι βίαιες αυτές οικονομικοκοινωνικές ανακατατάξεις σε διεθνές επίπεδο είναι σκόπιμες. Πλέον, οι έως τώρα δημόσιες και κρατικές οικονομικές πολιτικές ελέγχονται σχεδόν απόλυτα από ιδιωτικοοικονομικά κριτήρια και οφέλη. Η αισχροκέρδεια στις αγορές δεν είναι αντικείμενο των ρυθμιστικών αρχών και πολιτικών. Η οικονομική ύφεση συμβάλλει στη διαμόρφωση μιας μορφής πλούτου, ενδυναμώνοντας μια χούφτα πολυεθνικών εταιρειών εις βάρος των λαών όλου του κόσμου.
Σύμφωνα με τον Γουίλιαμ Ένγκνταλ: "Το 60% της τιμής των 128 δολαρίων ανά βαρέλι του πετρελαίου προέρχεται από την ακανόνιστη διαπραγμάτευση των συμβολαίων futures (μελλοντικής απόδοσης) από μεγάλα κεφάλαια, τράπεζες και οικονομικά γκρουπ που χρησιμοποιούν το χρηματιστήριο μελλοντικών αξιών του Λονδίνου (ICE) και το NYMEX της Νέας Υόρκης και επιλέγουν τη λύση των χρηματιστηριακών πράξεων στον ειδικό χρόνο των "πωλήσεων εκτός χρηματιστηρίου", ώστε να αποφεύγουν οποιονδήποτε έλεγχο. Οι αμερικανικοί κανονισμοί ορίων διαπραγμάτευσης που έχουν τεθεί από την Επιτροπή Διαπραγμάτευσης Μελλοντικών Συμβολαίων Εμπορευμάτων επιτρέπουν στους εκάστοτε κερδοσκόπους να αγοράζουν μελλοντικά συμβόλαια αργού πετρελαίου στην αγορά του NYMEX, πληρώνοντας μόλις το 6% της αξίας του συμβολαίου. Με τη σημερινή τιμή του αργού, που βρίσκεται στα 128 δολάρια ανά βαρέλι, αυτό σημαίνει πως όποιος αγόραζε futures καλούνταν να πληρώσει μόλις 8 δολάρια για κάθε βαρέλι πετρελαίου, ενώ τα υπόλοιπα 120 δολάρια τα "δανείζεται" εικονικά. Αυτό ωθεί τις τιμές σε εξαιρετικά υψηλά και μη ρεαλιστικά επίπεδα και αντισταθμίζει τις απώλειες των τραπεζών, δημιουργώντας μια σειρά από "καταστροφές" σε βάρος των λαών".
Μεταξύ των κύριων "παικτών" στην κερδοσκοπική αγορά διαπραγμάτευσης του αργού πετρελαίου συγκαταλέγονται οι Goldman Sachs, Morgan Stanley, British Petroleum, ο γαλλικός τραπεζικός κολοσσός Societe Generale, η Bank of America (η μεγαλύτερη αμερικανική τράπεζα) και η ελβετική Mercuria. Η BP ελέγχει το λονδρέζικο Διεθνές Χρηματιστήριο Πετρελαίου (IPE), το οποίο αποτελεί μια από τις μεγαλύτερες αγορές διαπραγμάτευσης ενεργειακών "μελλοντικών αξιών" (futures) και μετοχών. Μεταξύ των δύο μεγαλύτερων μετόχων του IPE είναι οι Goldman Sachs και Morgan Stanley. Σύμφωνα με το γερμανικό Der Spiegel, η Morgan Stanley αποτελεί ένα από τα βασικά ιδρύματα που χειραγωγούν την αγορά IPE. Σύμφωνα με τη γαλλική εφημερίδα Le Monde, η γαλλική Societe Generale, σε συνδυασμό με την Bank of America και την Deutsche Bank, έχουν εμπλακεί στην επί τούτου διάδοση φημών στην αγορά (μέσω εκθέσεων κ.λπ.) με σκοπό να ωθήσουν –τεχνητά– σε άνοδο τις τιμές του αργού πετρελαίου.
(*) Ο Μισέλ Τσοσουντόφσκι είναι οικονομολόγος, καθηγητής στο Πανεπιστήμιο της Οτάβα (Καναδάς). Το παρόν κείμενο είναι αποσπάσματα άρθρου του, που δημοσιεύθηκε στις 5 Ιουνίου 2008 στο Global Research.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου