Το Newport Beach της Καλιφόρνια προσφέρεται σαν τόπος περισυλλογής πάνω στο μέλλον της παγκόσμιας οικονομίας. Τα τουριστικά γραφεία υπόσχονται απέραντες χρυσές αμμουδιές, εκλεκτά δείπνα και κάθε τι φίνο. Όμως όσοι μελετούν την οικονομική κρίση βρίσκουν κι άλλα ενδιαφέροντα. Το ποσοστό ανεργίας της Καλιφόρνια διπλασιάστηκε από την έναρξη του 2008 και σήμερα φτάνει το 12,2%. Καθώς έχει τη χειρότερη πιστοληπτική αξιολόγηση από όλες τις αμερικανικές πολιτείες, η Καλιφόρνια μειώνει τις δαπάνες για τα σχολεία, τις φυλακές και τους οίκους τρίτης ηλικίας, κλείνει πάρκα και απασχολεί το προσωπικό της τρεις μέρες λιγότερες το μήνα. Επίσης οι εργαζόμενοι της Καλιφόρνια θα πάρουν τα λεφτά τους με μια μέρα καθυστέρηση στο τέλος του έτους για να περάσει το κονδύλι στον προϋπολογισμό της επόμενης χρονιάς.
Το Newport Beach αποτελεί όμως και την έδρα της Pimco, που είναι ο μεγαλύτερος διαχειριστής ομολόγων παγκοσμίως και διαχειρίζεται 840 δις δολάρια για λογαριασμό συνταξιοδοτικών ταμείων, πανεπιστημίων και άλλων πελατών. Το Μάιο η εταιρία έκανε το ετήσιο Φόρουμ της με θέμα προβλέψεις για το μέλλον της οικονομίας σε βάθος πενταετίας. Μετά από δύο μέρες συζητήσεων το Φόρουμ της Pimco κατέληξε στο ότι οι χρηματοπιστωτικές αγορές μπορεί κάλλιστα να επιστρέψουν κοντά στο μέσο όρο τους – που είναι ένας στατιστικός τρόπος να πεις πώς ό,τι κατεβαίνει, ανεβαίνει. Αλλά τα επόμενα πέντε χρόνια δεν θα μοιάζουν με τα πέντε χρόνια που προηγήθηκαν της κρίσης. Ούτε και θα αντιστραφούν όλες οι μεταβολές που επέφερε η χρηματοπιστωτική καταστροφή. Η παγκόσμια οικονομία θα επιστρέψει βεβαίως στο φυσιολογικό, αλλά θα είναι ένα “νέο φυσιολογικό”.
Στο Φόρουμ όλοι συμφώνησαν με αυτό, αν και ο καθένας προέβλεπε κάτι διαφορετικό. Στο “νέο φυσιολογικό”, όπως ορίστηκε από τον διευθύνοντα σύμβουλο της Pimco Μοχάμεντ Ελ Εριάν, η ανάπτυξη θα είναι περιορισμένη και η ανεργία θα παραμείνει υψηλή. “Το τραπεζικό σύστημα θα είναι σκιά του περασμένου εαυτού του”, και η αγορά τιτλοποιήσεων όπου αγοράζονταν και πωλούνταν τα εμπορεύσιμα χρέη, θα είναι κατά πάσα πιθανότητα σκιά της σκιάς της. Τα χρηματοπιστωτικά προϊόντα θα είναι ακριβότερα και οι επενδύσεις λιγότερες... Η κρίση οδήγησε στην δυναμική είσοδο της κυβέρνησης σε άδυτα του καπιταλισμού όπως είναι ο τραπεζικός τομέας, η αμερικανική αυτοκινητοβιομηχανία και η αγορά εμπορικών τίτλων. Ο Ελ Εριάν ανησυχεί ότι το κράτος μπορεί να παρατείνει την παρουσία του στην οικονομία.
Η έννοια ενός “νέου φυσιολογικού” μοιάζει ελκυστική ακόμα και αν δεν μπορούμε να συμφωνήσουμε ως προς το τι σημαίνει. Ορισμένοι συμμετέχοντες στο Φόρουμ της Pimco έκαναν πολύ ελπιδοφόρες προβλέψεις. Πιστεύουν ότι η οικονομία θα ανακάμψει και θα ξαναβρεί το παλαιό δυναμικό της, σαν να μη μεσολάβησε τίποτα. Αντλούν τη συγκεκριμένη ιδέα από το ύστερο έργο του Μίλτον Φρίντμαν που έδειξε ότι οι μεγάλες υφέσεις στην Αμερική ακολουθούνται κατά κανόνα από δυναμικές ανακάμψεις. Ο Φρίντμαν είχε παρομοιάσει την οικονομία με χορδή τεντωμένη πάνω σε μια σανίδα. Όσο πιο δυνατά τραβήξεις τη χορδή, τόσο πιο απότομα επιστρέφει στη θέση της μόλις την αφήσεις.
Το κομμάτι της χορδής του παραδείγματος του Φρίντμαν αντιπροσωπεύει την πλευρά της ζήτησης: δηλαδή τις συνολικές δαπάνες των νοικοκυριών, των εταιριών και του κράτους. Η σανίδα συμβολίζει την πλευρά της προσφοράς. Όταν έχουμε υψηλές δαπάνες, οι παραγωγικοί πόροι της οικονομίας απασχολούνται στο έπακρον και αποδίδουν το σύνολο του δυναμικού τους. Και όσο αυξάνεται η εργατική δύναμη, σωρεύονται κεφάλαια και υπάρχει τεχνολογική εξέλιξη, τα όρια επεκτείνονται με το πέρασμα του χρόνου.
Η θεωρία της χορδής
Στην ύφεση η ζήτηση υπολείπεται της προσφοράς, με αποτέλεσμα τις δυσάρεστες συνέπειες των ανέργων εργαζομένων, των κλειστών εργοστασίων και των καινοτομιών που μένουν ανεκμετάλλευτες. Αλλά όταν η οικονομία περνά ξανά στην ανάκαμψη, έλεγε ο Φρίντμαν, αυτή έχει υψηλή δυναμική, γιατί όλοι αυτοί οι πόροι που έμεναν ανεκμετάλλευτοι υπάρχουν διαθέσιμοι και περιμένουν να μπουν στην παραγωγή. Κατά συνέπεια η οικονομία αναπτύσσεται ταχύτερα του φυσιολογικού της για ένα διάστημα μέχρι να αγγίξει το σημείο εκείνο όπου θα μπορούσε να βρισκόταν αν δεν είχε μεσολαβήσει η κρίση κι εκεί αποκτά ξανά το πλήρες δυναμικό της.
Η ιστορία του Φρίντμαν είναι ενθαρρυντική, αλλά πάσχει από δύο προβλήματα. Η μακροχρόνια πτώση της ζήτησης μπορεί να έχει αντίστοιχες μακροχρόνιες αρνητικές επιπτώσεις στην προσφορά, μειώνοντας το επίπεδο της εν δυνάμει παραγωγής ή και το επίπεδο ανάπτυξης. Στην περίπτωση αυτή η οικονομία δεν μπορεί να ανακτήσει ό,τι έχασε, ακόμα κι αν οι δαπάνες αυξηθούν εκ νέου. Γιατί οι διακυμάνσεις της ζήτησης μπορεί να έχουν μακροχρόνιες αρνητικές επιπτώσεις; Στην ύφεση μια εταιρεία απολύει εργαζόμενους και μειώνει τα κεφάλαιά της. Αν οι εργαζόμενοι μείνουν εκτός παραγωγής για πολύ καιρό οι δεξιότητές τους ατροφούν και οι δεσμοί τους με τον κόσμο της εργασίας εξασθενούν.
Ακόμη κι όταν αυξηθούν οι δαπάνες, η ανάκαμψη δεν τους περιλαμβάνει. Η παραγωγή ανά εργαζόμενο μπορεί να επιστρέψει στα φυσιολογικά της, αλλά το ποσοστό απασχόλησης όχι. Κάτι ανάλογο μπορεί να συμβεί και με τις γραμμές παραγωγής, τα τερματικά και τα συγκροτήματα των γραφείων. Αν η ζήτηση παραμένει αδύνατη για καιρό, οι εταιρείες παύουν να προσθέτουν σε αυτά τα αποθέματα κεφαλαίου ή μπορεί και να τα περιστείλουν. Το κεφάλαιο μειώνεται για να ανταποκριθεί στα χαμηλότερα επίπεδα δραστηριότητας. Και το ακόμη πιο σημαντικό, αν το χρηματοπιστωτικό σύστημα εξακολουθεί να αντιμετωπίζει προβλήματα, δύσκολα φτάνει το χρήμα στις εταιρείες και αυξάνεται το κόστος του κεφαλαίου. Συνεπώς χρησιμοποιούν λιγότερο κεφάλαιο ανά μονάδα παραγόμενου προϊόντος.
Το αποτέλεσμα όλων αυτών είναι η μείωση του συνολικού παραγωγικού δυναμικού. Σύμφωνα με την τελευταία Παγκόσμια Οικονομική Έκθεση του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, οι ερευνητές του ΔΝΤ υπολόγισαν το κόστος των 88 τραπεζικών κρίσεων που είχαμε τις τελευταίες 4 δεκαετίες. Αυτό που διαπίστωσαν ήταν ότι κατά μέσο όρο 7 χρόνια μετά την έναρξη της ανάκαμψης το επίπεδο παραγωγής μιας οικονομίας ήταν κατά 10% χαμηλότερο από ό,τι θα ήταν χωρίς την κρίση.
Κι αυτό είναι ανησυχητικό. Αν το συγκεκριμένο φαινόμενο επαναληφθεί στα χρόνια που έχουμε μπροστά μας, θα καταστρέψει τις ζωές των ανέργων, θα περιορίσει το εισόδημα των εργαζομένων και θα δυσκολέψει την εξυπηρέτηση του δημοσίου χρέος. Αλλά υπάρχουν και χειρότερα σενάρια. Μια χρηματοπιστωτική κρίση μπορεί να έχει μακροχρόνιες αρνητικές επιπτώσεις στην ανάκαμψη τόσο σε ό,τι αφορά το παραγωγικό δυναμικό όσο και σε ό,τι αφορά τους ρυθμούς της. Ακόμη κι όταν η οικονομία αρχίσει να ανακάμπτει, μπορεί να μη βρει τον παλιό της βηματισμό.
Οι χρηματοπιστωτικές κρίσεις αποτελούν απειλή για το εθνικό εισόδημα εξαιτίας του τρόπου με τον οποίο διαβρώνουν τον εθνικό πλούτο. Από τις αρχές του 2008 ως την άνοιξη του 2009 η κρίση εξαφάνισε χρηματιστηριακές αξίες ύψους 30 τρις δολαρίων σε παγκόσμιο επίπεδο και αξίες 11 τρις δολαρίων της αγοράς κατοικιών σύμφωνα με την επενδυτική τράπεζα Goldman Sachs. Στα χειρότερά τους, αυτές οι ζημιές έφταναν το 75% του παγκόσμιου ΑΕΠ. Αλλά παρά τη μεγάλη τους κλίμακα, δεν είναι εντελώς προφανές γιατί οι συγκεκριμένες ζημιές μπορούν και προκαλούν μακροχρόνια πτώση της οικονομικής δραστηριότητας. Οι φυσικές καταστροφές σαρώνουν πλούτο καταστρέφοντας ιδιοκτησίες και υποδομές, αλλά δεν επιφέρουν κάμψη της οικονομίας. Αντιθέτως, μετά από μια φυσική καταστροφή συχνά η παραγωγή ανεβαίνει για την αποκατάσταση των ζημιών.
Γιατί λοιπόν η χρηματοπιστωτική κρίση είναι κάτι διαφορετικό;. Η απάντηση βρίσκεται στην άλλη πλευρά του ισολογισμού. Πριν την κρίση τα υπερτιμημένα περιουσιακά στοιχεία των τραπεζών και των νοικοκυριών συνοδεύονταν από πολύ μεγάλα χρέη. Μετά την κρίση τα περιουσιακά στοιχεία έχασαν την αξία τους αλλά τα χρέη παρέμειναν. Όπως το επισήμανε ο Ίρβινγκ Φίσερ, ερευνητής της Μεγάλης Ύφεσης, “οι υπερβολικές επενδύσεις και η υπερβολική κερδοσκοπία θα είχαν λιγότερο σοβαρές επιπτώσεις άμα δεν είχαν γίνει με δανεικά”.
Η Ιαπωνία το ανακάλυψε, πληρώνοντας το ανάλογο κόστος κατά τη δεκαετία του 1990, μετά το σκάσιμο μιας μεγάλης φούσκας στην αγορά ακινήτων και το χρηματιστήριο. Για μια ολόκληρη “χαμένη δεκαετία”, από το 1992 και εξής, η οικονομία της παρέμενε στάσιμη και ποτέ δεν επανήλθε στα επίπεδα ανάπτυξης της δεκαετίας του 80. Ο Ρίτσαρντ Κου του Nomura Research Institute στο Τόκιο αποκαλεί το πάθημα αυτό “ύφεση του ισολογισμού”.
Πηγή:Sofokleous10.gr
Το Newport Beach αποτελεί όμως και την έδρα της Pimco, που είναι ο μεγαλύτερος διαχειριστής ομολόγων παγκοσμίως και διαχειρίζεται 840 δις δολάρια για λογαριασμό συνταξιοδοτικών ταμείων, πανεπιστημίων και άλλων πελατών. Το Μάιο η εταιρία έκανε το ετήσιο Φόρουμ της με θέμα προβλέψεις για το μέλλον της οικονομίας σε βάθος πενταετίας. Μετά από δύο μέρες συζητήσεων το Φόρουμ της Pimco κατέληξε στο ότι οι χρηματοπιστωτικές αγορές μπορεί κάλλιστα να επιστρέψουν κοντά στο μέσο όρο τους – που είναι ένας στατιστικός τρόπος να πεις πώς ό,τι κατεβαίνει, ανεβαίνει. Αλλά τα επόμενα πέντε χρόνια δεν θα μοιάζουν με τα πέντε χρόνια που προηγήθηκαν της κρίσης. Ούτε και θα αντιστραφούν όλες οι μεταβολές που επέφερε η χρηματοπιστωτική καταστροφή. Η παγκόσμια οικονομία θα επιστρέψει βεβαίως στο φυσιολογικό, αλλά θα είναι ένα “νέο φυσιολογικό”.
Στο Φόρουμ όλοι συμφώνησαν με αυτό, αν και ο καθένας προέβλεπε κάτι διαφορετικό. Στο “νέο φυσιολογικό”, όπως ορίστηκε από τον διευθύνοντα σύμβουλο της Pimco Μοχάμεντ Ελ Εριάν, η ανάπτυξη θα είναι περιορισμένη και η ανεργία θα παραμείνει υψηλή. “Το τραπεζικό σύστημα θα είναι σκιά του περασμένου εαυτού του”, και η αγορά τιτλοποιήσεων όπου αγοράζονταν και πωλούνταν τα εμπορεύσιμα χρέη, θα είναι κατά πάσα πιθανότητα σκιά της σκιάς της. Τα χρηματοπιστωτικά προϊόντα θα είναι ακριβότερα και οι επενδύσεις λιγότερες... Η κρίση οδήγησε στην δυναμική είσοδο της κυβέρνησης σε άδυτα του καπιταλισμού όπως είναι ο τραπεζικός τομέας, η αμερικανική αυτοκινητοβιομηχανία και η αγορά εμπορικών τίτλων. Ο Ελ Εριάν ανησυχεί ότι το κράτος μπορεί να παρατείνει την παρουσία του στην οικονομία.
Η έννοια ενός “νέου φυσιολογικού” μοιάζει ελκυστική ακόμα και αν δεν μπορούμε να συμφωνήσουμε ως προς το τι σημαίνει. Ορισμένοι συμμετέχοντες στο Φόρουμ της Pimco έκαναν πολύ ελπιδοφόρες προβλέψεις. Πιστεύουν ότι η οικονομία θα ανακάμψει και θα ξαναβρεί το παλαιό δυναμικό της, σαν να μη μεσολάβησε τίποτα. Αντλούν τη συγκεκριμένη ιδέα από το ύστερο έργο του Μίλτον Φρίντμαν που έδειξε ότι οι μεγάλες υφέσεις στην Αμερική ακολουθούνται κατά κανόνα από δυναμικές ανακάμψεις. Ο Φρίντμαν είχε παρομοιάσει την οικονομία με χορδή τεντωμένη πάνω σε μια σανίδα. Όσο πιο δυνατά τραβήξεις τη χορδή, τόσο πιο απότομα επιστρέφει στη θέση της μόλις την αφήσεις.
Το κομμάτι της χορδής του παραδείγματος του Φρίντμαν αντιπροσωπεύει την πλευρά της ζήτησης: δηλαδή τις συνολικές δαπάνες των νοικοκυριών, των εταιριών και του κράτους. Η σανίδα συμβολίζει την πλευρά της προσφοράς. Όταν έχουμε υψηλές δαπάνες, οι παραγωγικοί πόροι της οικονομίας απασχολούνται στο έπακρον και αποδίδουν το σύνολο του δυναμικού τους. Και όσο αυξάνεται η εργατική δύναμη, σωρεύονται κεφάλαια και υπάρχει τεχνολογική εξέλιξη, τα όρια επεκτείνονται με το πέρασμα του χρόνου.
Η θεωρία της χορδής
Στην ύφεση η ζήτηση υπολείπεται της προσφοράς, με αποτέλεσμα τις δυσάρεστες συνέπειες των ανέργων εργαζομένων, των κλειστών εργοστασίων και των καινοτομιών που μένουν ανεκμετάλλευτες. Αλλά όταν η οικονομία περνά ξανά στην ανάκαμψη, έλεγε ο Φρίντμαν, αυτή έχει υψηλή δυναμική, γιατί όλοι αυτοί οι πόροι που έμεναν ανεκμετάλλευτοι υπάρχουν διαθέσιμοι και περιμένουν να μπουν στην παραγωγή. Κατά συνέπεια η οικονομία αναπτύσσεται ταχύτερα του φυσιολογικού της για ένα διάστημα μέχρι να αγγίξει το σημείο εκείνο όπου θα μπορούσε να βρισκόταν αν δεν είχε μεσολαβήσει η κρίση κι εκεί αποκτά ξανά το πλήρες δυναμικό της.
Η ιστορία του Φρίντμαν είναι ενθαρρυντική, αλλά πάσχει από δύο προβλήματα. Η μακροχρόνια πτώση της ζήτησης μπορεί να έχει αντίστοιχες μακροχρόνιες αρνητικές επιπτώσεις στην προσφορά, μειώνοντας το επίπεδο της εν δυνάμει παραγωγής ή και το επίπεδο ανάπτυξης. Στην περίπτωση αυτή η οικονομία δεν μπορεί να ανακτήσει ό,τι έχασε, ακόμα κι αν οι δαπάνες αυξηθούν εκ νέου. Γιατί οι διακυμάνσεις της ζήτησης μπορεί να έχουν μακροχρόνιες αρνητικές επιπτώσεις; Στην ύφεση μια εταιρεία απολύει εργαζόμενους και μειώνει τα κεφάλαιά της. Αν οι εργαζόμενοι μείνουν εκτός παραγωγής για πολύ καιρό οι δεξιότητές τους ατροφούν και οι δεσμοί τους με τον κόσμο της εργασίας εξασθενούν.
Ακόμη κι όταν αυξηθούν οι δαπάνες, η ανάκαμψη δεν τους περιλαμβάνει. Η παραγωγή ανά εργαζόμενο μπορεί να επιστρέψει στα φυσιολογικά της, αλλά το ποσοστό απασχόλησης όχι. Κάτι ανάλογο μπορεί να συμβεί και με τις γραμμές παραγωγής, τα τερματικά και τα συγκροτήματα των γραφείων. Αν η ζήτηση παραμένει αδύνατη για καιρό, οι εταιρείες παύουν να προσθέτουν σε αυτά τα αποθέματα κεφαλαίου ή μπορεί και να τα περιστείλουν. Το κεφάλαιο μειώνεται για να ανταποκριθεί στα χαμηλότερα επίπεδα δραστηριότητας. Και το ακόμη πιο σημαντικό, αν το χρηματοπιστωτικό σύστημα εξακολουθεί να αντιμετωπίζει προβλήματα, δύσκολα φτάνει το χρήμα στις εταιρείες και αυξάνεται το κόστος του κεφαλαίου. Συνεπώς χρησιμοποιούν λιγότερο κεφάλαιο ανά μονάδα παραγόμενου προϊόντος.
Το αποτέλεσμα όλων αυτών είναι η μείωση του συνολικού παραγωγικού δυναμικού. Σύμφωνα με την τελευταία Παγκόσμια Οικονομική Έκθεση του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, οι ερευνητές του ΔΝΤ υπολόγισαν το κόστος των 88 τραπεζικών κρίσεων που είχαμε τις τελευταίες 4 δεκαετίες. Αυτό που διαπίστωσαν ήταν ότι κατά μέσο όρο 7 χρόνια μετά την έναρξη της ανάκαμψης το επίπεδο παραγωγής μιας οικονομίας ήταν κατά 10% χαμηλότερο από ό,τι θα ήταν χωρίς την κρίση.
Κι αυτό είναι ανησυχητικό. Αν το συγκεκριμένο φαινόμενο επαναληφθεί στα χρόνια που έχουμε μπροστά μας, θα καταστρέψει τις ζωές των ανέργων, θα περιορίσει το εισόδημα των εργαζομένων και θα δυσκολέψει την εξυπηρέτηση του δημοσίου χρέος. Αλλά υπάρχουν και χειρότερα σενάρια. Μια χρηματοπιστωτική κρίση μπορεί να έχει μακροχρόνιες αρνητικές επιπτώσεις στην ανάκαμψη τόσο σε ό,τι αφορά το παραγωγικό δυναμικό όσο και σε ό,τι αφορά τους ρυθμούς της. Ακόμη κι όταν η οικονομία αρχίσει να ανακάμπτει, μπορεί να μη βρει τον παλιό της βηματισμό.
Οι χρηματοπιστωτικές κρίσεις αποτελούν απειλή για το εθνικό εισόδημα εξαιτίας του τρόπου με τον οποίο διαβρώνουν τον εθνικό πλούτο. Από τις αρχές του 2008 ως την άνοιξη του 2009 η κρίση εξαφάνισε χρηματιστηριακές αξίες ύψους 30 τρις δολαρίων σε παγκόσμιο επίπεδο και αξίες 11 τρις δολαρίων της αγοράς κατοικιών σύμφωνα με την επενδυτική τράπεζα Goldman Sachs. Στα χειρότερά τους, αυτές οι ζημιές έφταναν το 75% του παγκόσμιου ΑΕΠ. Αλλά παρά τη μεγάλη τους κλίμακα, δεν είναι εντελώς προφανές γιατί οι συγκεκριμένες ζημιές μπορούν και προκαλούν μακροχρόνια πτώση της οικονομικής δραστηριότητας. Οι φυσικές καταστροφές σαρώνουν πλούτο καταστρέφοντας ιδιοκτησίες και υποδομές, αλλά δεν επιφέρουν κάμψη της οικονομίας. Αντιθέτως, μετά από μια φυσική καταστροφή συχνά η παραγωγή ανεβαίνει για την αποκατάσταση των ζημιών.
Γιατί λοιπόν η χρηματοπιστωτική κρίση είναι κάτι διαφορετικό;. Η απάντηση βρίσκεται στην άλλη πλευρά του ισολογισμού. Πριν την κρίση τα υπερτιμημένα περιουσιακά στοιχεία των τραπεζών και των νοικοκυριών συνοδεύονταν από πολύ μεγάλα χρέη. Μετά την κρίση τα περιουσιακά στοιχεία έχασαν την αξία τους αλλά τα χρέη παρέμειναν. Όπως το επισήμανε ο Ίρβινγκ Φίσερ, ερευνητής της Μεγάλης Ύφεσης, “οι υπερβολικές επενδύσεις και η υπερβολική κερδοσκοπία θα είχαν λιγότερο σοβαρές επιπτώσεις άμα δεν είχαν γίνει με δανεικά”.
Η Ιαπωνία το ανακάλυψε, πληρώνοντας το ανάλογο κόστος κατά τη δεκαετία του 1990, μετά το σκάσιμο μιας μεγάλης φούσκας στην αγορά ακινήτων και το χρηματιστήριο. Για μια ολόκληρη “χαμένη δεκαετία”, από το 1992 και εξής, η οικονομία της παρέμενε στάσιμη και ποτέ δεν επανήλθε στα επίπεδα ανάπτυξης της δεκαετίας του 80. Ο Ρίτσαρντ Κου του Nomura Research Institute στο Τόκιο αποκαλεί το πάθημα αυτό “ύφεση του ισολογισμού”.
Πηγή:Sofokleous10.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου