Πέμπτη 17 Δεκεμβρίου 2009

ΛΟΓΟΤΕΧΝΕΣ - ΘΥΜΑΤΑ ΤΟΥ ΝΕΩΤΕΡΟΥ ΒΥΖΑΝΤΙΝΙΣΜΟΥ!

Λασκαράτος, Ροΐδης, Καζαντζάκης,

Δημ. Παπαρρηγόπουλος (γιός του «εθνικού» ιστορικού) κ.ά.Πολύ πριν την έκρηξη της Επανάστασης του 1821 είχε εκδηλωθεί η σύγκρουση του πνεύματος του Διαφωτισμού με την ιδεολογία της βυζαντινοκρατίας. Στόχοι των δύο πλευρών ήσαν, για την μεν πρώτη η ολοκλήρωση της Επανάστασης ως κοινωνικής διαδικασίας, που θα οδηγούσε σε μια σύγχρονη ευρωπαϊκή κοινωνία, ενώ για την δεύτερη, η αναχαίτιση του επαναστατικού κύματος και η ταπεινωτική επιστροφή του ελληνικού έθνους στην «θείω βουλήματι ισχυράν βασιλείαν» (πατριάρχη Ιερουσαλήμ, Άνθιμου, «Πατρική Διδασκαλία», 1798) των Οθωμανών. Μετεπαναστατικά η σύγκρουση συνεχίστηκε, έχοντας μετασχηματιστεί σε προσπάθεια των δύο πλευρών για τον ιδεολογικό έλεγχο του νεοπαγούς κρατιδίου. Με το πέρασμα αρκετών δεκαετιών οι προσκείμενες στον Διαφωτισμό φωνές προοδευτικά σίγησαν, όχι όμως χωρίς την ουσιαστική συνδρομή ενός, επί τούτου δημιουργηθέντος, παρακράτους, και των ενδοεξουσιαστικών διαπλοκών και μηχανισμών καταστολής, που αυτό εξέθρεψε.

Στα τέλη της δεκαετίας του 1870 η πολιτική, κοινωνική, οικονομική και πνευματική κατάσταση στη χώρα μόνο επιφανειακά πλέον μοιάζει με αυτή, που επιδίωξαν η Επανάσταση και οι Έλληνες Διαφωτιστές. Στην πραγματικότητα η νέα Ελλάδα έχει εκφυλλιστεί σε ένα νεοβυζαντινού τύπου μόρφωμα, στο οποίο η θεοκρατία έχει επιστρέψει, όπως το σκουλήκι σε έναν φαινομενικά υγιή καρπό και (σε αγαστή συνεργασία με τους απογόνους των κοτσαμπασήδων της Τουρκοκρατίας και των βυζαντινοθρεμμένων φαναριωτών πολιτικάντηδων) κυβερνά ανενόχλητη, άλλοτε παρασκηνιακά και άλλοτε απροκάλυπτα.

Η μετάσταση του καρκινώματος της βυζαντινοκρατίας στο σύνολο σχεδόν των θεσμών (στις τρεις «διακριτές» εξουσίες, στην παιδεία κ.λπ., αλλά και στην οικονομία) είναι τόσο προχωρημένη, ώστε η τελευταία δεν διστάζει προ ουδενός μέσου, προκειμένου να εξοντώσει φυσικά ή ψυχικά όποιον της αντιστέκεται και να επιβάλλει σιγή νεκροταφείου στην κοινωνία. Με νόμους - παρωδίες και δίκες - οπερέτες, ακόμη και αγωνιστές της Επανάστασης, όπως ο Θεόφιλος Καϊρης, φυλακίζονται και δολοφονούνται σε μπουντρούμια μοναστηριών, ενώ το φόβητρο του θρησκευτικού αφορισμού επισείεται -όπως προ και κατά τη διάρκεια της Επανάστασης- εναντίον κάθε φωνής, που θυμίζει Διαφωτισμό, ευνομούμενη κοινωνία, υποψιασμένους πολίτες κ.λπ..

Από αυτήν την κατάσταση δεν διέφυγε ούτε η -συνήθως ανεκτή- καλλιτεχνική ελευθεριότητα. Σε αυτό το ιστορικό πλαίσιο πρέπει να ενταχθούν και οι διώξεις στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα εναντίον σημαντικών νεοελλήνων λογοτεχνών, όπως ο Εμμανουήλ Ροϊδης, ο Ανδρέας Λασκαράτος κ.ά...Η Ελληνική Λογοτεχνία στον 19ο αιώνα

Η δυναμική επανάκαμψη της επώνυμης λογοτεχνικής παραγωγής στην Ελλάδα σχεδόν αμέσως μετά την Επανάσταση αιφνιδιάζει με το υψηλό επίπεδο τού παραγόμενου έργου. Κανείς δεν θα περίμενε, ότι ένας λαός, ο οποίος μόλις βγήκε από μια δισχιλιετή σωματική και πνευματική δουλεία, θα έδειχνε τέτοια έφεση σε μή επείγοντες τομείς, όπως η «οργανωμένη» λογοτεχνική έκφραση. Ωστόσο η τελευταία δεν ξεπήδησε από το πουθενά. Η ανώνυμη λογοτεχνική παραγωγή στην Ελλάδα (βλ. δημοτικό τραγούδι) όχι μόνο δεν είχε ποτέ διακοπεί, αλλά και ποτέ δεν έχασε την επαφή της με την καλλιτεχνική ποιότητα σε σημείο, ώστε να αποτελέσει ενωρίς αντικείμενο επιτόπιας σχολαστικής μελέτης δυτικοευρωπαίων ερευνητών (π.χ. τού σπουδαίου Φωριέλ). Μάλιστα σύγχρονοι μελετητές, όπως ο Άρνολντ Τόυνμπη επισημαίνουν, ότι η καλλιέργεια της ελληνικής γλώσσας υπήρξε τέτοια, ώστε η σύγχρονη ελληνική να μοιάζει πολύ περισσότερο με την αρχαία, από όσο μοιάζουν π.χ. τα σύγχρονα αγγλικά με τα μεσαιωνικά (βλ. Άρνολντ Τόυνμπη «Οι Έλληνες και οι κληρονομιές τους», εκδόσεις Καρδαμίτσα, Αθήνα 1996). Μάλιστα ο Τόυνμπη λέει, ότι «στη διάρκεια των τελευταίων εκατόν πενήντα ετών η νεοελληνική γλώσσα έχει προσφέρει ένα γλωσσικό όργανο για τους ποιητές, που αποδείχτηκαν πως είναι αρκετά μεγάλοι, ώστε να είναι ικανοί να αντικρίσουν τους φημισμένους αρχαίους Έλληνες προγόνους τους πρόσωπο με πρόσωπο χωρίς κανένα αίσθημα μειονεκτικότητας».

Εν συνεχεία, η νεοελληνική λογοτεχνία απεικόνισε με κριτική παραστατικότητα τις όψεις τής τότε καθημερινότητας της χώρας και γι΄ αυτό τέθηκε υπό το άγρυπνο μάτι της εκκλησιαστικής «αστυνομίας της σκέψης». Ειδικά σε ό,τι αφορά στους διωχθέντες λογοτέχνες, αυτοί διέθεταν, εκτός από γνήσιο λαϊκό αισθητήριο, ιστορική κατάρτιση, συνδυασμό, που τους καθιστούσε επίφοβους για τη βυζαντινοκρατία.

Αξίζει να αναφερθεί ένα αποκαλυπτικό απόσπασμα από κείμενο, που δημοσιεύθηκε στο φιλολογικό περιοδικό «Νέα Εστία» (τ. 192, Δεκέμβριος 1934): «…αυτό που λέμε χριστιανισμός, δογματικός ή «αδογματικός», ορθόδοξος ή καθολικός, ή ο,τιδήποτε άλλο, ενέπνευσε πολύ λίγο τους νέους Έλληνας ποιητάς, από τον Σολωμό ως τον Καρυωτάκη. Πραγματικά φέρτε στον νου σας τα ονόματα των πιο αξιόλογων νέων Ελλήνων ποιητών. Θα ιδήτε, ότι σ΄ ελάχιστους, ίσως σε κανέναν, δεν θα βρήτε αληθινή χριστιανική έμπνευση, ή και γενικώτερα, έμπνευση –στη βαθιά της όμως έννοια- θρησκευτική. Ο Σολωμός, ο Κάλβος, ο Βαλαωρίτης, ο Μαρκοράς […] ο Προβελέγγιος, ο Καβάφης, ο Βάρναλης, ο Σικελιανός, ο Ουράνης, ο Τέλλος Άγρας, κανείς απ’ όλους αυτούς που αποτελούν, μαζί με μερικούς άλλους, το σώμα της νεοελληνικής ποιήσεως στην εκατόχρονή της ζωή, κανένας όχι μόνον δεν ήταν θρησκευτικός ποιητής, μα και μήτε επεισοδιακά, μήτε μια ή δύο φορές στη ζωή του, δεν έτυχε να δονηθεί βαθύτερα από τον χριστιανικό μύθο. Φαινόμενο αρκετά σημαντικό, που δεν ερευνήθηκε ακόμα και που θ΄ άξιζε να ερευνηθεί.»

ΑΝΔΡΕΑΣ ΛΑΣΚΑΡΑΤΟΣ

Το 1856, σε ηλικία σαράντα πέντε ετών, ο Κεφαλλήν Ανδρέας Λασκαράτος δημοσιεύει το έργο «Τα Μυστήρια της Κεφαλονιάς- σκέψεις πάνω στην οικογένεια, στη θρησκεία και στην πολιτική στην Κεφαλλονιά» σε συνεργασία με τη σύζυγό του Πηνελόπη Κοργιαλένιου. Εκεί περιγράφει με ανεξίτηλα χρώματα τις «ιερές» απάτες του κλήρου, τη δημαγωγία των πολιτικάντηδων, την εξαγορά των δημοσιογράφων (από τότε…), αλλά και τη δεισιδαιμονία και τις προλήψεις του λαού. Κατά τον Λασκαράτο όλα τα παραπάνω συνδέονται και αλληλοπροϋποτίθενται. Ο Λασκαράτος ήθελε ένα γάμο, που δεν θα είναι εγκλωβισμένος στο συμφέρον, στην προσποίηση και σε διάφορες προσχηματικές κοινωνικές συμβάσεις, αλλά θα στηρίζεται στην αμοιβαία έλξη και εκτίμηση. Ήθελε μια θρησκευτικότητα χωρίς προλήψεις, ειδωλοπροσκύνηση, νηστείες και «θαύματα». Ήθελε τέλος μια πολιτική, που θα υπηρετούσε την κοινή ευημερία και όχι τα μικροσυμφέροντα των πολιτευομένων. Η κριτική του υπήρξε τόσο κλασική, που διατηρεί την επικαιρότητα και τη φρεσκάδα της και σήμερα. Κατηγορήθηκε ως άθεος και διαμαρτυρόμενος, κατηγορίες γελοιωδώς αντιφατικές και αλληλοαποκλειόμενες, που φανερώνουν τη σύγχυση και την αμηχανία, στις οποίες έφερε όλη την νεοβυζαντινή εξουσιαστική διαπλοκή ο ανελέητος σατιρικός.
Περισσότερα:
http://freeinquiry.gr/webfiles/pro.php?id=1021

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Share |

LinkWithin

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...
Related Posts with Thumbnails