Αναμφίβολα, εμείς είμαστε οι βασικοί «ένοχοι» για το οικονομικό αδιέξοδο που αντιμετωπίζουμε (μέσα σε τρία μόλις χρόνια, οι δημόσιες δαπάνες μας αυξήθηκαν κατά 18 ολόκληρα δις €) – όχι όμως οι μοναδικοί αφού, αποδεδειγμένα πλέον, οι Βόρειες χώρες λειτούργησαν με στόχο την υποταγή μας (dumping μισθών, «απομύζηση» της φορολογικής μας βάσης από τις πολυεθνικές τους, εξαγορά των δικών μας επιχειρήσεων κλπ). Δυστυχώς, όταν προσφέρεις αφειδώς δανεικά χρήματα, επί 30 ολόκληρα χρόνια, σε ένα σχετικά φτωχό, ανώριμο και ανοργάνωτο λαό, είναι «ανθρώπινο» να τα σπαταλάει – να τα διαχειρίζεται δηλαδή σαν να μην τα χρωστάει, καθώς επίσης σαν να μην επρόκειτο να τελειώσουν ποτέ.
Εκτός αυτού, ο υπερβολικός αυτός δανεισμός, η πληθώρα των χρημάτων καλύτερα, σε μια χώρα με αδύναμες, αν όχι ανύπαρκτες πολιτικές και κοινωνικές δομές, «εκτρέφει» εύκολα τη διαπλοκή και τη διαφθορά – με όλα όσα δεινά κάτι τέτοιο συνεπάγεται. Αυτή ήταν η μεγαλύτερη παγίδα που τοποθέτησαν έντεχνα στο δρόμο μας – εμείς βέβαια «πέσαμε μέσα» σαν αρχάριοι....Περαιτέρω, σε σχέση με τις «αλλότριες» ευθύνες, θα τεκμηριώσουμε ακόμη μία φορά το επιθετικό «μισθολογικό dumping» της Γερμανίας (άρθρο «Διασπορά ψευδών ελπίδων») το οποίο, μεταξύ άλλων, ευθύνεται για την απώλεια της ανταγωνιστικότητας μας. Οι χαμηλοί μισθοί (αλλά και οι κρατικές επιδοτήσεις της μειωμένης εργασίας, ενάντια στους κανόνες του ανταγωνισμού που επιβάλλονται από την Ε.Ε.), είναι αυτοί που ενίσχυσαν τους γερμανούς εξαγωγείς και κατέστρεψαν, μεταξύ άλλων, την Ελληνική Οικονομία.
Η Γερμανία, αμέσως μετά το ξεκίνημα της Ευρωζώνης, ακολούθησε τη στρατηγική της «εσωτερικής υποτίμησης», έτσι ώστε να εξασφαλίσει (ύπουλα) ανταγωνιστικά πλεονεκτήματα στο εμπόριο με τις λοιπές χώρες-μέλη. Εσωτερική υποτίμηση, επειδή εντός της Ευρωζώνης δεν επιτρεπόταν η πραγματική υποτίμηση - μέσω της «συγκράτησης» των μισθών, η οποία είχε σαν αποτέλεσμα την μείωση του κόστους παραγωγής των γερμανικών επιχειρήσεων. Ουσιαστικά λοιπόν η χώρα υποτίμησε τεχνητά το δικό της Ευρώ, πουλούσε τα προϊόντα της φθηνότερα από τους άλλους και αύξανε διαχρονικά το πλεόνασμα του εμπορικού ισοζυγίου της, εξάγοντας κυρίως στις Ευρωπαϊκές χώρες (περίπου το 70% των συνολικών εξαγωγών της).
Το εμπορικό ισοζύγιο όμως επηρεάζει ολόκληρη την οικονομική ανάπτυξη μίας χώρας. Όταν επιδεινώνεται, περιορίζεται η εμπορική επιτυχία των επιχειρήσεων – ιδιαίτερα των εξαγωγικών. Ένεκα τούτου, μειώνονται τα φορολογικά έσοδα των κρατών – ειδικά ο φόρος εισοδήματος και ο φόρος μισθωτής εργασίας. Μία χώρα τώρα με μικρή εσωτερική αγορά, όπως η Ελλάδα, δεν μπορεί να αντισταθμίσει τις εξαγωγικές της απώλειες. Αντίθετα, εάν η Γερμανία «επέτρεπε» την αύξηση των μισθών του εργατικού δυναμικού της, η κατανάλωση των πολιτών της θα αυξανόταν και η εσωτερική αγορά, λόγω μεγέθους, θα μπορούσε να αντισταθμίσει τις εξαγωγικές απώλειες.
Εάν τώρα όλα τα ευρωπαϊκά κράτη είχαν ακολουθήσει το «παράδειγμα» της Γερμανίας, ενδεχομένως για να αυξήσουν τη διεθνή ανταγωνιστικότητα τους απέναντι στην Κίνα (αν θα ήταν ποτέ δυνατόν!), η Ε.Ε. θα οδηγούταν σε μία πολύ επικίνδυνη ύφεση. Το εργατικό κόστος είναι στενά συνδεδεμένο με τον πληθωρισμό. Εάν λοιπόν δεν αυξανόταν σε ολόκληρη την Ευρωζώνη, όπως στη Γερμανία, θα περιοριζόταν αισθητά η κατανάλωση και θα εισερχόμαστε σε έναν καθοδικό σπειροειδή κύκλο έντονου αποπληθωρισμού - κάτι που θα ήταν στην κυριολεξία καταστροφικό για την Ευρωπαϊκή Οικονομία (deflation).
Η Κομισιόν, η οποία μέχρι στιγμής ενδιαφέρεται μόνο για τα ελλείμματα των επί μέρους κρατών, οφείλει να προσέχει τόσο την εμπορική, όσο και τη μισθολογική τους «πρόοδο». Ο στόχος της πρέπει να είναι οι ορθολογικές αυξήσεις των μισθών - αυξήσεις δηλαδή στο ύψος της μακροπρόθεσμης παραγωγικής ανάπτυξης, συν τον ετήσιο πληθωρισμό. Οι μισθολογικές αυτές αυξήσεις θα ήταν διαφορετικές – ανάλογα με την εκάστοτε χώρα και τον κλάδο. Στη Γερμανία είναι λογικές αυξήσεις ύψους 3-3,5% - στην Ελλάδα ενδεχομένως χαμηλότερες. Σήμερα όμως η Κομισιόν δεν ενδιαφέρεται για το συντονισμό των μισθών στην Ευρωζώνη – ούτε στη Γερμανία, ούτε πουθενά αλλού. Επίσης, δεν ελέγχει τη Γερμανία σε σχέση με τις «παράνομες» επιδοτήσεις των εργαζομένων της και την εξ αυτών κρυφή, απαγορευμένη ενίσχυση των επιχειρήσεων της – μία άκρως «παραβατική» συμπεριφορά, η οποία συνιστά, χωρίς καμία αμφιβολία, «αθέμιτο ενδοευρωπαϊκό ανταγωνισμό».
Ολοκληρώνοντας, ανεξάρτητα από την «Ελληνική ιδιαιτερότητα» που περιγράψαμε, πιθανολογούμε ότι βιώνουμε μία εποχή, στην οποία κυριαρχεί ένα άλλο χρηματοπιστωτικό «όπλο μαζικής καταστροφής»: τα ομόλογα δημοσίου. Κατά την άποψη μας, είμαστε αντιμέτωποι με μία χρηματοπιστωτική υπερβολή («φούσκα») άνευ προηγουμένου, η οποία «ορίζεται» από έναν απίστευτο «υπερπληθωρισμό ομολόγων».
Ειδικά όσον αφορά την ΕΕ (κυρίως λόγω της «θεσμικής» απαγόρευσης εκτύπωσης πληθωριστικών χρημάτων), υποθέτουμε ότι κάποιες ευρωπαϊκές χώρες ακολουθούν σχεδόν υποχρεωτικά αυτήν την κατεύθυνση – ότι εκδίδουν δηλαδή «υποσχετικές πληρωμής χωρίς αντίκρισμα». Είμαστε σχεδόν σίγουροι ότι, τουλάχιστον η Ισπανία, η Ιταλία και η Ιρλανδία, «τυπώνουν» αφειδώς ομόλογα δημοσίου, έναντι μελλοντικών προσδοκιών, ελπίζοντας στην ανοχή της ΕΚΤ, στην «τιμωρία» μόνο της Ελλάδας και στην κατανόηση των αγορών.
Από τη δική μας πλευρά τώρα, ας ελπίσουμε ότι κάποια στιγμή θα πάψουμε να είμαστε στο στόχαστρο των δύο υπερδυνάμεων, ότι δεν θα «τιμωρηθούμε παραδειγματικά» και ότι θα μπορέσουμε να ασχοληθούμε ήρεμα με τα πραγματικά μεγάλα προβλήματα της Οικονομίας μας - χωρίς να αποτελούμε «θύμα και θύτη» μαζί αυτού του ιδιάζοντος οικονομικού πολέμου. Για να τα καταφέρουμε βέβαια, θα πρέπει να έχουμε την Ευρώπη δίπλα μας και όχι απέναντι μας - χωρίς την απειλή των μονοπωλιακών «εταιρειών αξιολόγησης», των τοκογλυφικών επιτοκίων, των απίστευτων ασφαλίστρων και των «αιμοβόρων» κερδοσκοπικών αγορών, με τις οποίες κανένας, απολύτως κανένας δεν μπορεί να ανταπεξέλθει «ατομικά».
Βασίλης Βιλιάρδος
viliardos@kbanalysis.com
sofokleous10.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου