Τρίτη 16 Φεβρουαρίου 2010

Ο ΕΦΙΑΛΤΗΣ ΤΗΣ ΑΝΕΡΓΙΑΣ


Το μεγάλο πρόβλημα της απασχόλησης, οι διάφορες μορφές «έλλειψης» της, οι θεωρητικές ερμηνείες της ανεργίας, τα οικονομικά αποτελέσματα, καθώς επίσης οι καταστροφικές συνέπειες της για τη φυσική και την ψυχική υγεία του ανθρώπου

Για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα, οι Η.Π.Α. είχαν τη δυνατότητα να χρεώνονται όλο και περισσότερο, χωρίς να «τιμωρούνται» καθόλου από τις αγορές - αφού το ισχυρό νόμισμα τους προσέλκυε «δανειστές» από ολόκληρο τον πλανήτη. Το ακριβό δολάριο έκανε πιο φθηνές τις τιμές των εισαγομένων προϊόντων από την Ασία, περιορίζοντας τον πληθωρισμό - ταυτόχρονα όμως λειτουργούσε αρνητικά στις εξαγωγές αμερικανικών αγαθών. Έτσι, ακόμη και το 2008, οι Η.Π.Α. εισήγαγαν πολύ περισσότερα εμπορεύματα, από αυτά που εξήγαγαν - με αποτέλεσμα να «αναρριχηθεί» το έλλειμμα του εμπορικού ισοζυγίου τους στο τεράστιο αρνητικό ύψος των -700 δις $....Φυσικά, κάτω από αυτές τις προϋποθέσεις, «υπέφερε» ο παραγωγικός τομέας, με εξαιρετικά δυσμενείς επιπτώσεις για το σύνολο της Οικονομίας της χώρας –ιδιαίτερα για την απασχόληση. Από την αρχή της δεκαετίας του ’80 χανόταν ετήσια περί τις 250.000 θέσεις εργασίας στη βιομηχανία, ενώ σήμερα μόλις το 8% των αμερικανών εργάζονται σε κάποιο εργοστάσιο. Το μερίδιο της παραγωγής στο ΑΕΠ της χώρας μειώθηκε κάτω από το 12%, με όλο και περισσότερους εργαζομένους να απασχολούνται στο χρηματοπιστωτικό τομέα - διαχειριζόμενοι τις συνεχώς αυξανόμενες «ροές» των ξένων επενδυτικών κεφαλαίων.

Μόλις το 1998, τα κέρδη από το βιομηχανικό κλάδο συμμετείχαν στο σύνολο της Οικονομίας με 25% - αντίστοιχα με 25% συμμετείχαν και τα κέρδη από τον χρηματοπιστωτικό τομέα. Πέντε χρόνια αργότερα, η εικόνα άλλαξε εντελώς: ο χρηματοπιστωτικός τομέας αύξησε την κερδοφορία του στο 43% του ΑΕΠ, ενώ ο βιομηχανικός τομέας «συρρικνώθηκε» κάτω από το 10% του ΑΕΠ.

Ο τότε πρόεδρος της Fed λοιπόν, ο κ. A. Greenspan, διαπιστώνοντας (2002) πως, παρά το ότι η «κρίση του διαδικτύου» (2000) είχε καταπολεμηθεί με σχετική επιτυχία, η ανεργία «επέμενε», διατήρησε χαμηλά τα βασικά επιτόκια - ενάντια στη θεωρία που απαιτεί την αύξηση τους, όταν αναθερμανθεί η Οικονομία. Το τελικό αποτέλεσμα ήταν η κρίση που βιώνουμε σήμερα, όπου τα χαμηλά επιτόκια όχι μόνο δεν επέδρασαν θετικά στην αγορά εργασίας, αλλά «κατέστρεψαν» πολλά εκατομμύρια υφιστάμενες θέσεις απασχόλησης, «απογειώνοντας» στην κυριολεξία την ανεργία στη χώρα.

Το «τέχνασμα» λοιπόν, με το οποίο θεώρησαν οι Η.Π.Α. ότι έλυσαν «κομψά» το πρόβλημα, προσφέροντας «φθηνά» δάνεια όχι μόνο σε ελεύθερους επαγγελματίες ή σε δημοσίους υπαλλήλους, αλλά και σε εισοδηματικές τάξεις, οι οποίες δεν κέρδιζαν αρκετά χρήματα από την εργασία τους (καθαρίστριες, ανειδίκευτους εργάτες κλπ), για να αγοράσουν σπίτια ή αυτοκίνητα, ενισχύοντας την εσωτερική κατανάλωση και καταπολεμώντας το πρόβλημα της μειωμένης ζήτησης (το οποίο προήλθε από την συγκέντρωση κεφαλαίων σε λίγους, με κορεσμένες ανάγκες – ο αριθμός των υπερβολικά πλουσίων, των «ultra high net worth individuals», διπλασιάστηκε μεταξύ των ετών 1997-2007), δεν επέδωσε τα αναμενόμενα.

Κάποια στιγμή αποδείχθηκε ότι οι νέοι οφειλέτες δεν μπορούσαν να εξοφλήσουν ούτε τους τόκους των δανείων τους, οπότε κατέρρευσε η «υπερβολή» (έσπασε η φούσκα), αναγκάζοντας το κράτος να επενδύσει πολλά δισεκατομμύρια δολάρια των αμερικανών φορολογουμένων, για να μην χρεοκοπήσουν οι τράπεζες - οι οποίες όμως, στη συνέχεια, όχι μόνο δεν διέθεσαν τα χρήματα που έλαβαν στην πραγματική αγορά, αλλά ούτε καν άλλαξαν τις συνήθειες τους, επενδύοντας επαυξημένα στις παγκόσμιες χρηματιστηριακές αγορές.

Σήμερα οι αμερικανοί, κατανοώντας τα τεράστια σφάλματα του παρελθόντος, τα οποία προκάλεσαν την «εξαγωγή θέσεων εργασίας» στις χώρες φθηνού εργατικού δυναμικού (Κίνα κλπ), με τη βοήθεια της τεχνολογίας και του διαδικτύου, είναι αντιμέτωποι με πολλαπλά προβλήματα. Ειδικά το διαδίκτυο δεν αύξησε τελικά την παραγωγικότητα, όπως αναμενόταν, αλλά μάλλον την καταναλωτική συμπεριφορά - ενώ λειτούργησε «προσθετικά» στην αλόγιστη μεταφορά της βιομηχανικής παραγωγής σε άλλες χώρες.

Για παράδειγμα, ένα αδύναμο δολάριο θα μπορούσε μεν να αυξήσει τις εξαγωγές αμερικανικών προϊόντων, επιβοηθώντας τις βιομηχανικές επενδύσεις στο εσωτερικό, ταυτόχρονα όμως θα αύξανε τις τιμές των εισαγομένων, αφενός δημιουργώντας μεγάλο πληθωρισμό, αφετέρου μη εξασφαλίζοντας άμεσα θέσεις εργασίας - αφού οι επενδύσεις απαιτούν χρόνο και «ανάκτηση» της χαμένης ανταγωνιστικότητας, η οποία δεν είναι καθόλου απλή διαδικασία.

Το αδύναμο όμως δολάριο θα είχε και άλλες παρενέργειες, όπως για παράδειγμα τον κίνδυνο απώλειας της θέσης του σαν παγκόσμιο αποθεματικό νόμισμα και την αύξηση του κόστους της ενέργειας, η οποία είναι απαραίτητη για τη βιομηχανική παραγωγή. Έτσι αιτιολογείται η ξαφνική στροφή προς την «πράσινη ενέργεια» – προφανώς δεν οφείλεται σε περιβαλλοντικές «ευαισθησίες», αλλά στην προσπάθεια δημιουργίας νέων θέσεων εργασίας, ταυτόχρονα με την ανάγκη απεξάρτησης της χώρας από τις «συμβατικές» μορφές ενέργειας.

Από την άλλη πλευρά, τόσο η Κίνα (κυρίως), όσο και οι υπόλοιποι «ανταγωνιστές» των Η.Π.Α., δεν φαίνονται διατεθειμένοι να εισάγουν αμερικανικά προϊόντα, θυσιάζοντας παραγωγικές θέσεις εργασίας. Έχοντας πλέον διδαχθεί από την κρίση, διαπίστωσαν προφανώς το τεράστιο ειδικό βάρος της εργασίας και τα μεγάλα προβλήματα που μπορεί να προκαλέσει στην Οικονομία – αν όχι στην κοινωνική ζωή γενικότερα. Κατάλαβαν ότι είναι προτιμότερο να παράγει κανείς αυτά που καταναλώνει, ακόμη και αν κάποιες φορές δεν το επιτυγχάνει με χαμηλότερο ή ίσο κόστος άλλων χωρών, αφού σε τελική ανάλυση το κόστος της ανεργίας υπερβαίνει την ωφέλεια από τις χαμηλές τιμές των εισαγομένων προϊόντων.

Έχοντας λοιπόν την ίδια άποψη όσον αφορά τη σπουδαιότητα, το «ειδικό βάρος» καλύτερα της απασχόλησης στην οικονομική και κοινωνική ζωή, κρίνουμε σκόπιμο να αναλύσουμε γενικότερα το πρόβλημα της ανεργίας - τις διάφορες μορφές της, τις θεωρητικές ερμηνείες της, τα οικονομικά αποτελέσματα της, καθώς επίσης τις επιδράσεις της στον άνθρωπο.
Sofokleous10.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Share |

LinkWithin

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...
Related Posts with Thumbnails