Κυριακή 25 Ιουλίου 2010

Όταν η κοινωνία τρέΜ.Μ.Ε.ι


Της Ξένιας Σακελλάρη

Από τη συζήτηση για το φαινόμενο της τρομοκρατίας δεν θα μπορούσαν να λείπουν τα ΜΜΕ, καθώς ο τρόπος που παρουσιάζουν το φαινόμενο επηρεάζει και τη μορφή του. Στη σύγχρονη εποχή παρατηρείται μια σημαντική διαφοροποίηση στη στρατηγική αλλά και στη φιλοσοφία της τρομοκρατίας. Πολύ συχνά, ο στόχος των τρομοκρατών είναι η κοινή γνώμη και όχι τα άμεσα θύματα. Για να ανέβει «η παράσταση του τρόμου» θα πρέπει τα ΜΜΕ να προσφέρουν τη σκηνή, καθώς και την πρόσβαση σε ένα παγκόσμιο κοινό. Αυτός ο νέος προσανατολισμός των τρομοκρατών έχει τις ρίζες του τόσο στην ανάπτυξη των νέων τεχνολογιών όσο και στην όλο και αυξανόμενη επιρροή των ΜΜΕ στην κοινωνία –ιδιαίτερα της τηλεόρασης, που φέρει ως όπλο της την εικόνα.

Η σύγχυση που επικράτησε στον τομέα της ενημέρωσης ήταν έντονη στις τρομοκρατικές επιθέσεις που σημειώθηκαν τα τελευταία χρόνια, ιδιαίτερα μετά τα γεγονότα της 6ης Δεκεμβρίου 2008, μέχρι και την πρόσφατη δολοφονία του Σωκράτη Γκιόλια, που αποδίδεται σε τρομοκρατικό χτύπημα.... Τα ΜΜΕ, σε κάποιες περιπτώσεις, εξίσωναν τα τρομοκρατικά χτυπήματα στην Ελλάδα με επιθέσεις στην Αμερική ή στις χώρες της Μ. Ανατολής. Επιπλέον, εκμεταλλευόμενα την τρομοκρατική δράση για να ικανοποιήσουν δικά τους συμφέροντα –όπως την εξυπηρέτηση πολιτικών και οικονομικών σκοπιμοτήτων– έβγαζαν αυθαίρετα συμπεράσματα, αποπροσανατολίζοντας έτσι την κοινή γνώμη. Αυτή η τεχνητή προσέγγιση του φαινομένου, όχι μόνο καθορίζει πρότυπα συμπεριφοράς, αξίες, τρόπους σκέψης, πεποιθήσεις και στερεότυπα, αλλά έχει ως απώτερο σκοπό τη συναισθηματική φόρτιση της κοινής γνώμης, τον εντυπωσιασμό και την πρόκληση ηθικού πανικού στο όνομα των πωλήσεων και του νόμου της αγοράς.

Η τρομοκρατία των τρομοκρατηθέντων

Στο διάστημα πριν ξεσπάσουν τα γεγονότα του Δεκεμβρίου, τα ΜΜΕ φαίνεται να είχαν ξεχάσει την «απειλή της τρομοκρατίας». Αιφνιδίως όμως, η τρομοκρατία αναδεικνύεται σε πρωταρχική είδηση που εμφανίζεται στις εφημερίδες με κραυγαλέους τίτλους και καταλαμβάνει στα κεντρικά δελτία ειδήσεων την πρώτη θέση ιεραρχικά, αποτελώντας το θέμα συζήτησης στα πολύβουα τηλεοπτικά παράθυρα των εκάστοτε «ειδημόνων».

Έτσι, λοιπόν, η ελληνική πραγματικότητα μετατράπηκε ξαφνικά σε άντρο τρομοκρατίας, σε «κοινωνία του ΤΡΟΜΟΥ». Η υστερία αυτή, προκαλούμενη τόσο από το λεξιλόγιο των δημοσιογράφων, όσο και από την υπέρμετρη προβολή εικόνων καταστροφής, αναπαράγει ένα διαφορετικό εμπόρευμα: τον τρόμο. Φράσεις όπως: «επιχειρήθηκε η πιο δολοφονική τυφλή απόπειρα των τελευταίων δεκαετιών», «η νέα γενιά τρομοκρατών», «με το φόβο της αιματηρής επίθεσης», «οι νέοι τρομοκράτες τρομάζουν την ΕΛΑΣ», «το φάντασμα επέστρεψε», «εκπαιδευμένοι δολοφόνοι», είναι ενδεικτικές για τον τρόπο που οι δημοσιογράφοι κατά την ταραγμένη περίοδο «ενημέρωναν» το αναγνωστικό κοινό.

Το σκηνικό δεν φαίνεται να άλλαξε και στην κάλυψη της δολοφονίας που είχε θύμα τον Σωκράτη Γκιόλια. Η εφημερίδα «Τα Νέα», σημειώνοντας χαρακτηριστικά: «Με την εν ψυχρώ δολοφονία του 37χρονου δημοσιογράφου Σωκράτη Γκιόλια έγινε πράξη η απειλή των τρομοκρατών της Σέχτας Επαναστατών ότι μεταξύ των δημοσιογράφων βρισκόταν το επόμενο θύμα τους», ενώ σε άλλο άρθρο της, η εφημερίδα αναφέρει:

Το χρονικό μιας προαναγγελθείσης δολοφονίας ήταν το χτύπημα εναντίον του Σωκράτη Γκιόλια. Η Σέχτα επέστρεψε ύστερα από 18 μήνες και διέπραξε το έγκλημα έτσι όπως ακριβώς το είχε περιγράψει στην προκήρυξή της. "Θα βρούμε τους δημοσιογράφους μέσα στα σπίτια τους" είχε γράψει ο συντάκτης της προκήρυξης και αυτό ακριβώς έκαναν οι εκτελεστές. Η μέθοδος ήταν μαφιόζικη και πρωτοφανής για τρομοκρατική οργάνωση, γεγονός που σπέρνει φόβο και πανικό σε πολιτικούς αξιωματούχους, δημοσιογράφους και όλους όσοι εκφράζουν δημόσιο λόγο.

Το πάγιο αίτημα των αρθρογράφων -η προσέλκυση της προσοχής- ώθησε τους δημοσιογράφους να προχωρήσουν σε διατύπωση γνωμών που άμεσα ή έμμεσα προέβαλλαν μια κατάσταση πανικού. «Μπορεί οι πρωταγωνιστές να είναι άγνωστοι. Οι παραγωγοί άφαντοι. Οι σκηνοθέτες αόρατοι. Το έργο όμως παλιό, πολυχρησιμοποιημένο και αποτελεσματικό. Δεκαέξι σφαίρες. Ένα πτώμα. Μια άφαντη οργάνωση δολοφόνων. Ένας γιγαντιαίος αποπροσανατολισμός. Στόχος αντικειμενικός; Μα φυσικά η δυσθεώρητη αμνησία των πολιτών. Σσσουτ, μη μιλάς. Καταστρέφεται η Ελλάς!», γράφει το Βήμα για τον Γκιόλια στις 23/7/2010.

Την ίδια καταστροφολογική χροιά είχαμε συναντήσει και στα λεγόμενα δημοσιογράφων για τις πολυάριθμες βομβιστικές επιθέσεις μέσα στο Φεβρουάριο του 2009. Χαρακτηριστικό είναι ένα άρθρο γνώμης, με συντάκτη τον Πρετεντέρη:

Η απειλητική επανεμφάνιση της τρομοκρατίας δεν αποτελεί μόνο ζήτημα κοινωνικού ή αστυνομικού ενδιαφέροντος. Προσθέτει μιαν ανεξάρτητη και απρόβλεπτη μεταβλητή στην πολιτική διαδικασία. Εύλογο: αν το αυτοκίνητο-βόμβα είχε ισοπεδώσει το κτίριο της Citibank με μερικές εκατοντάδες νεκρούς ή αν τα Καλάζνικοφ είχαν σκοτώσει δυο- τρεις αστυνομικούς στον Κορυδαλλό, η πολιτική ατζέντα θα είχε ανατραπεί άρδην. Και τι διασφαλίζει πλέον ότι κάτι τέτοιο δεν μπορεί να συμβεί αύριο, μεθαύριο, μέσα στην προεκλογική περίοδο ή την παραμονή των εκλογών;

Εδώ, λοιπόν, ο δημοσιογράφος, παραβιάζοντας, όπως και οι άλλοι συνάδελφοί του, τον κώδικα δημοσιογραφικής δεοντολογίας, μπαίνει στο ρόλο της Πυθίας και επιδεικνύει τις μαντικές του ικανότητες που σπέρνουν πανικό και φόβο στο μέσο αναγνώστη. Ο αναγνώστης, λόγω του περιορισμένου χρόνου που διαθέτει, δεν δύναται να επεξεργαστεί και να αντιμετωπίσει με κριτικό πνεύμα το δημοσίευμα, το οποίο περνά στο υποσυνείδητό του. Το τραγικό τού γεγονότος είναι, ότι στο ίδιο άρθρο λίγο πιο κάτω, ο συντάκτης αναφέρει: «Κανείς δεν πιστεύει ότι οι τρομοκράτες θα μας αφήσουν να βαδίσουμε απερίσπαστοι στις κάλπες. Ακόμη περισσότερο που η ένοπλη τρομοκρατία δεν είναι ανεξάρτητο φαινόμενο αλλά μέρος μιας ευρύτερης επιχείρησης τρομοκράτησης της ελληνικής κοινωνίας». Εμφανής είναι, συμπερασματικά, η προσπάθεια δημιουργίας εντυπώσεων στο ευρύ κοινό με την τρομοκράτησή του και το γεγονός ότι ο δημοσιογράφος δεν συγκαταλέγει τα δικά του λεγόμενα στους μηχανισμούς «επιχείρησης τρομοκράτησης της ελληνικής κοινωνίας» παρά μόνο τις πράξεις των επίδοξων τρομοκρατών.

Η δραματοποίηση του φαινομένου της τρομοκρατίας συμπεριλαμβάνει κι άλλον ένα στόχο των οικονομικών επιχειρήσεων των ΜΜΕ- αυτόν της πολιτικολογίας και της εξυπηρέτησης πολιτικών και κομματικών σκοπιμοτήτων με αφορμή τις εκρήξεις βίας. Ως παράδειγμα, μπορούμε να αναφέρουμε για ακόμη μια φορά λόγια του Πρετεντέρη που δημοσιεύτηκαν στα Νέα κατά την κρίσιμη περίοδο μετά τα γεγονότα του Δεκέμβρη:

Τα γκαζάκια και οι μολότοφ, οι απειλές και οι ύβρεις στο Διαδίκτυο, οι ξυλοδαρμοί, οι κουκούλες, οι σιδερογροθιές των αμφιθεάτρων, τα Καλάζνικοφ του «Επαναστατικού Αγώνα» , όλοι μαζί και από κοινού συμμετέχουν στο ίδιο «επιχειρησιακό σχέδιο» που προσπαθεί να επιβάλει διά της βίας στην ελληνική κοινωνία μια συγκεκριμένη αντίληψη. Την αντίληψη της άκρας Αριστεράς. «Η κοινωνία γεννά τη βία» είπε προχθές στην τηλεόραση ο Αλαβάνος. Λάθος, αρχηγέ! Τη βία τη γεννά η άκρα Αριστερά.

Αγνοώντας, λοιπόν, τα αίτια του φαινομένου που έχουν αναδείξει επιστημονικές μελέτες, τις ιδεολογικές ρίζες των τρομοκρατικών ομάδων, την ύπαρξη ακροδεξιών τρομοκρατών που επίσης δρουν στα ελληνικά δεδομένα, καταφεύγει σε αποπροσανατολιστικές γενικεύσεις ως μέθοδο για να πολιτικολογήσει εναντίον των αριστερών κομμάτων.

Η «μέθοδος Πρετεντέρη» δεν είναι καινοφανής. Και στην περίπτωση των ιταλικών νεοφασιστικών ομάδων, οι αρχές επιδίωξαν με κάθε θυσία να αποδώσουν τις επιθέσεις τους σε συνωμοσίες ακροαριστερών ή αναρχικών. Οι περισσότερες από αυτές τις κατηγορίες αποδείχτηκαν αυθαίρετες αλλά η στόχευση των διωκτικών αρχών δεν στράφηκε παρά ελάχιστα στην πλευρά των νεοφασιστών. Σε αυτό το πλαίσιο μπορεί να ενταχθεί και η στάση της «Καθημερινής» στο περιστατικό της ρίψης χειροβομβίδας στο κτήριο του Δικτύου Για Τα Κοινωνικά Και Πολιτικά Δικαιώματα, όπου διεξαγόταν ανοιχτή συζήτηση για τους αντιρρησίες συνείδησης: «Αποστάσεις από τη συγκεκριμένη ερμηνεία (δηλαδή ότι πρόκειται για φασιστική παρακρατική ενέργεια) κρατούν πάντως οι αρχές. Σύμφωνα μάλιστα με αξιωματικούς δεν αποκλείεται το συμβάν να οφείλεται σε κάποιου είδους αντιπαράθεσης-κόντρας μεταξύ των μελών του Δικτύου και ομάδων αναρχικών ή περιθωριακών στοιχείων που κινούνται στην περιοχή των Εξαρχείων», έγραφε η εφημείδα.

Κατηγορώντας, λοιπόν, εμμέσως πλην σαφώς, το ΣΥΡΙΖΑ, εξυπηρετεί και στηρίζει το κυβερνητικό έργο και τους κρατικούς θεσμούς. Στην υποστήριξη της κυβερνητικής γραμμής έρχεται να προστεθεί άλλο ένα στοιχείο που παρατηρήθηκε σε δημοσίευση στην εφημερίδα «τα Νέα» στις 14 Μαρτίου 2009 υπό τον τίτλο «Πρόβλημα Ασφάλειας»: «Η χώρα έχει πρόβλημα δημόσιας ασφαλείας. Και η χώρα έχει πρόβλημα αστυνόμευσης. Αν δεν λυθεί το δεύτερο, δεν πρόκειται να αντιμετωπιστεί το πρώτο. Και όσο δεν αντιμετωπίζονται ούτε το ένα ούτε το άλλο, οι πολίτες είναι καταδικασμένοι να ζουν σε καθεστώς φόβου και ανασφάλειας». Στα παραπάνω λόγια, έντονη είναι η υποβόσκουσα νύξη για αυστηρότερα μέτρα καταστολής, αφού προτείνεται ως μόνη λύση στο πρόβλημα η αστυνόμευση. Αγνοείται το γεγονός, ότι η εξάλειψη της τρομοκρατίας θα έρθει μέσω της μελέτης και της αλλαγής των κοινωνικών δομών και όχι μέσω της επιβολής νέων αυστηρότερων και ταυτόχρονα κενών σημασιολογικά και πρακτικά νομοθετημάτων και προληπτικών μέτρων.

Σε καμία περίπτωση, λοιπόν, οι πολίτες δεν πρέπει να επαναπαυθούν και να βγουν από τον αέναο κύκλο πανικού, αφού όπως επισημαίνει η Πόπη Διαμαντάκου στα «Νέα» με το άρθρο της «Η Τρομοκρατία των Λέξεων»:

Το μιντιακό κοινό γίνεται αποδέκτης μιας μορφής λεκτικής βίας, με την υπόγεια «τρομοκρατία» που υποδηλώνει, αφού εθίζεται μέσω της καθημερινής χρήσης της, σε μια εμφυλιοπολεμική ατμόσφαιρα.[...] Απελευθερώνουν τα πλέον εύπεπτα ανθρώπινα «συστατικά», αναδεικνύουν χαρακτήρες, προσωπικά πάθη, μικρότητες, αμετροέπειες, αλλά και ταλέντα στην ευφράδεια και την επιχειρηματολογία που ανταποκρίνονται στο γούστο της μεγάλης, μεσαίας τάξης ή πλέον, μιλώντας με όρους τηλεοπτικής αγοράς, στο γούστο και τις συνήθεις του μεγάλου τηλεοπτικού κοινού.

Ας σημειωθεί, παράλληλα, ότι ο τρομοϋστερικός οίστρος ήρθε στους δημοσιογράφους όταν παράλληλα είχε ξεσπάσει ήδη από το 2008 η υπόθεση του Βατοπεδίου και άλλα σκάνδαλα, ενώ σήμερα ο περί τρομοκρατίας λόγος έγινε σε πλαίσιο οικονομικής κρίσης και μεταρρυθμίσεων του ασφαλιστικού.

Δυστυχώς όμως, η εμπορική μηχανή που φέρει τον μανδύα της ενημέρωσης και της έγκυρης πληροφόρησης δε διστάζει ακόμα να αμαυρώνει τη δημοσιογραφία με το να αντλεί τα στοιχεία της εκάστοτε είδησης από αστυνομικές και κυβερνητικές πηγές, πράγμα που σημαίνει ότι το δημοσιογραφικό έργο παύει να είναι ανεξάρτητο. Σύμφωνα με την αστυνομία, η βαλλιστική έρευνα στις σφαίρες που σκότωσαν τον Σωκράτη Γκιόλια έδειξε ότι τα όπλα που χρησιμοποιήθηκαν είχαν χρησιμοποιηθεί και από τη Σέχτα Επαναστατών. Με βάση αυτή την πληροφορία, τα ΜΜΕ έβγαλαν αμέσως το συμπέρασμα ότι αυτοί που πάτησαν τη σκανδάλη είναι και μέλη της συγκεκριμένης επαναστατικής οργάνωσης, χωρίς να παρουσιάζουν σχετική αυτοσυγκράτηση ή να αμφιβάλλουν ή έστω, να περιμένουν να βγει η προκήρυξη που θα αναλάμβανε την ευθύνη της δολοφονίας. «Παρότι, αρχικά, χθες το πρωί η ΕΛ.ΑΣ. έκανε λόγο για «πληρωμένο συμβόλαιο θανάτου» και «μαφιόζικο χτύπημα», και είχε σχεδόν αποκλείσει το ενδεχόμενο της τρομοκρατικής ενέργειας -δεδομένης και της αποχώρησης κλιμακίου της αντιτρομοκρατικής υπηρεσίας από την υπόθεση-, τα όπλα «μίλησαν», γράφει η Ελευθεροτυπία.

Οι δέσμιοι της τρομοκρατίας

O τρόπος που τα ΜΜΕ παρουσίασαν τα τρομοκρατικά χτυπήματα από το Δεκέμβρη του 2008 μέχρι σήμερα επηρεάζει ποικιλοτρόπως το κοινό:

•Η πληθώρα πληροφοριών και οι περιττές λεπτομέρειες συντελούν στη σύγχυση του κοινού λόγω της υπερπληροφόρησης που δέχτηκε.

•Με την αναγωγή του ζητήματος της τρομοκρατίας σε μικροπολιτικό επίπεδο, οι αποπροσανατολιστικές και ψηφοθηρικού σκοπού αναλύσεις ορισμένων δημοσιογράφων, δεν ενημερώνουν αντικειμενικά το κοινό, αλλά επηρεάζουν την πολιτική του ψήφο. Επίσης, το κοινό δεν λαμβάνει το απαιτούμενο σύνολο «ανταγωνιστικών εικόνων», ώστε να μπορεί να κάνει σύγκριση και να καταλήξει στα δικά του συμπεράσματα.

•Η υπερβολική προβολή της βίας και του τρόμου από τα ΜΜΕ μπορεί επίσης να οδηγήσει στην απευαισθητοποίηση του κοινού. Όταν ο άνθρωπος κατακλύζεται καθημερινά από εικόνες βίας, όταν τρομοκρατικές πράξεις παρουσιάζονται από τα ΜΜΕ σαν καθημερινότητα, όταν η προβολή των εγχώριων εγκλημάτων έχει να ανταγωνιστεί την προβολή εγκλημάτων από τον υπόλοιπο κόσμο, το κοινό εντυπωσιάζεται πλέον δύσκολα. Αυτό οδηγεί σε έναν φαύλο κύκλο, καθώς όσο πιο «απαιτητικό» γίνεται το κοινό, τόσο περισσότερο πρέπει να μεγαλοποιήσουν τα γεγονότα τα ΜΜΕ, ενώ όσο περισσότερη βία προβάλλεται, τόσο πιο απαθείς γίνονται οι τηλεθεατές-αναγνώστες.

Υπό αυτό το καθεστώς μπορούμε να συμπεράνουμε ότι, όσο οι δημοσιογράφοι θα αρέσκονται σε εικασίες, διαστρεβλώσεις, υπεργενικεύσεις και σε αοριστίες, τόσο οι αποδέκτες των μηνυμάτων θα οχυρώνονται σε μια κοινωνία που δεν θα είναι δημοκρατική και ελεύθερη αλλά παθολογική, ανασφαλής και δέσμια των αλυσίδων του τρόμου.
http://tvxs.gr/node/62751

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Share |

LinkWithin

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...
Related Posts with Thumbnails