Του Χαριδημου Κ. Τσουκα «Καθημερινή» *
Τον Οκτώβριο 2007, σε συνεδρίαση του Εθνικού Συμβουλίου του ΠΑΣΟΚ, λίγο μετά
τη συντριπτική ήττα του κόμματος στις πρόσφατες εκλογές, η κ. Βάσω
Παπανδρέου παρατήρησε δηκτικά ότι «κάποιοι έκαναν περιουσίες στο ΠΑΣΟΚ».
Ουδείς ασχολήθηκε με την καταγγελία της.
Τρία χρόνια πριν, τον Ιούλιο 2004, η «Καθημερινή» προκλητικά ρωτούσε, με
αφορμή τον πρόσφατο υπερπολυτελή γάμο του τότε υπουργού Τσοχατζόπουλου στο
Παρίσι: «Πώς πλουτίσατε κ. Τσοχατζόπουλε;». Διατύπωνε, μάλιστα, εικασίες για
τους πιθανούς τρόπους πλουτισμού του υπουργού: «Aπό τους προμηθευτές των
Eνόπλων Δυνάμεων, από τις συμβάσεις που αφειδώς υπογράψατε, από το υστέρημα
και τα χρήματα του ελληνικού λαού, για τα οποία δώσατε όρκους τιμής και
προστασίας;». Σκληρά έως προσβλητικά ερωτήματα για οποιονδήποτε αξιοπρεπή
άνθρωπο. Ο κ. Τσοχατζόπουλος τα αγνόησε...
Πριν από λίγες εβδομάδες, στον απόηχο του συνθήματος «κλέφτες», που
οργισμένα πλήθη φώναζαν ρυθμικά μπροστά στη Βουλή τον περασμένο Μάιο,
δημοσιογράφος του «Αλ Τζαζίρα» ρωτάει τον πρωθυπουργό κατά πόσον το σύνθημα
αυτό δείχνει την «κατάρρευση της εμπιστοσύνης μεταξύ κυβερνώντων και
κυβερνωμένων». Τι απαντά ο κ. Παπανδρέου; Το σύνθημα ουσιαστικά δεν
στρέφεται κατά του κόμματός του, δεδομένου ότι «υπάρχει μια νέα κυβέρνηση, η
οποία γνωρίζει τα προβλήματα» και, επιπλέον, το κόμμα του «έχει ανανεωθεί»!
Πρόκειται για απάντηση γραφειοκράτη, όχι ηγέτη....Ο γραφειοκράτης συγκαλύπτει
και εξωραΐζει, αυτοπροστατεύεται· ο ηγέτης εκτίθεται, αρθρώνει και,
συγχρόνως, εκλεπτύνει και μεταποιεί σε δημιουργική πράξη το κοινό αίσθημα
που συνέχει μια συλλογικότητα. Ολη η Ελλάδα για χρόνια αναρωτιόταν για τη
μεγάλη περιουσία που φέρεται να απέκτησε ο κ. Τσοχατζόπουλος (και άλλα
υψηλόβαθμα στελέχη του ΠΑΣΟΚ), αλλά ο κ. Παπανδρέου (όπως και όλη η ηγετική
ομάδα) ουδέποτε συγκινήθηκε. Αντιθέτως, τον τίμησε με υποψηφιότητα στο
Εθνικό Συμβούλιο του κόμματος και στις εθνικές εκλογές του 2004 και του
2007. Ο Τσοχατζόπουλος τέθηκε εκτός Βουλής από το εκλογικό σώμα, όχι από το
κόμμα του - η διαφορά είναι σημαντική. Αν ο Τσοχατζόπουλος σήμερα λογοδοτεί
για πρώτη φορά στη ζωή του, αυτό δεν συμβαίνει τόσο γιατί λειτουργούν οι
θεσμοί όσο γιατί η χρεοκοπία της χώρας αλλάζει την αντίληψή μας περί θεσμών.
Τα αρμόδια όργανα (πολιτειακά και κομματικά) κινητοποιούνται γιατί δεν
μπορούν, πλέον, να κάνουν διαφορετικά. Επρεπε να χρεοκοπήσουμε για να
συνειδητοποιήσουμε το αυτονόητο: οι πολιτικοί δεν είναι πάνω από τον νόμο.
Ο Τσοχατζόπουλος, ισχυρός υπουργός επί εικοσαετία, γραμματέας του ΠΑΣΟΚ και
αναπληρωτής πρωθυπουργός, ενσαρκώνει πλήρως το πρότυπο του πολιτικού της
μεταπολίτευσης. Μειωμένης καλλιέργειας και ταλάντου, με λόγο στομφώδη, ρηχό
και συχνά ασυνάρτητο, ύφος ναρκισσιστικό και νοοτροπία «κολλητού», είδε την
πολιτική όχι ως άθλημα στο οποίο ένας πολιτικός διακρίνεται για το όραμά
του, το έργο του και τις αξίες που εμπράκτως συμβολίζει, αλλά ως μια ηθικά
ουδέτερη διαδικασία προσωπικής αναρρίχησης, πολιτικής αυτοσυντήρησης και
ευδαιμονιστικής ολοκλήρωσης με την άκριτη προσκόλληση στην αυλή του Αρχηγού,
τη δημιουργία προσωπικών μηχανισμών και την πελατειακή λειτουργία του
κράτους. Ολα αυτά επενδεδυμένα, φυσικά, με την κατ' εξοχήν σαγηνευτική στη
μεταπολιτευτική Ελλάδα ιδεολογία του αριστερίζοντος λαϊκισμού.
Γιατί εκπλησσόμαστε από την περιουσία και τις αγοραπωλησίες μέσω υπεράκτιων
εταιρειών του «ανέστιου» μέχρι το 1981 Τσοχατζόπουλου; Ο άνθρωπος μαθήτευσε
δίπλα σε έναν εξαιρετικό δάσκαλο. Θυμηθείτε τα «δωράκια» του Μεγάλου
Δημαγωγού, το «κωλόσπιτο» της Εκάλης, τον διάχυτο αμοραλισμό της
ανδρεοπαπανδρεϊκής καμαρίλας. Οταν το κόμμα ταυτίζεται με το κράτος, γιατί
να μην ταυτίσει ένας πολιτικός το ιδιωτικό με το δημόσιο συμφέρον; Αν ένας
πολιτικός έχει συνηθίσει να εκποιεί δημόσια αγαθά στους «πελάτες» του, γιατί
να μην κάνει κι ένα «δωράκι» στον εαυτό του; Αν είναι «ο βίος φιλοτομάρης»,
πώς να μην είναι ο υπουργός ένας χυδαίος ευδαιμονιστής; Αν τους πολιτικούς
δεν τους αγγίζει ο νόμος, γιατί να μην επιδοθούν σε παρανόμως προσοδοφόρες
συναλλαγές; Αφού έχουν τακτοποιήσει τη συνείδησή τους με το δόγμα «ό, τι
είναι νόμιμο είναι και ηθικό» και αφού ό, τι είναι νόμιμο αποφασίζεται από
αυτούς τους ίδιους, γιατί να μην επιδίδονται σε ξεδιάντροπα
αυτο-εξυπηρετικές πράξεις; Αν η ντροπή και ο αυτο-περιορισμός δεν συνιστούν
εμπεδωμένες αξίες μιας συλλογικότητας, τι μπορεί να αποτρέψει τη λεηλασία
των κοινών;
Η διεφθαρμένη πολιτική εκκολάπτεται συστηματικά σε χώρες με ασθενή αίσθηση
δημοσίου συμφέροντος και δυσδιάκριτη διάκριση δημόσιας και ιδιωτικής ηθικής
στην πολιτική κουλτούρα, αδύναμους δημόσιους θεσμούς, ανεπαρκείς ελέγχους
και θεσμικές εξισορροπήσεις, πελατειακή - φατριαστική - κομματοκρατική
λογική στη λειτουργία του κράτους και συγκινησιακό ανορθολογισμό στον
δημόσιο λόγο. Αν η χώρα σήμερα χρεοκόπησε οικονομικά είναι επειδή κατέστη
πολιτικά δυνατόν να κυβερνηθεί από ανθρώπους σαν τον Τσοχατζόπουλο, τον
Μαντέλη, τον Βουλγαράκη και τόσους άλλους.
Το χρεοκοπημένο πολιτικό σύστημα εμφανίζεται να προσπαθεί να απαλλαγεί
μερικώς από τη «σαβούρα» του για να εκτονώσει τη λαϊκή οργή. Ευελπιστεί σε
μια ελεγχόμενη «χημική αντίδραση» για να αποφύγει τη μεγάλη έκρηξη - να μη
χρειαστεί να αλλάξει ουσιωδώς. Το πουλόβερ όμως δεν ξηλώνεται μόνο του,
χρειάζεται έξωθεν ενέργεια. Οσο αυτή η ενέργεια δεν παρέχεται από
ρηξικέλευθους ηγέτες, θεσμική μας ελπίδα είναι -δυστυχώς- οι θαρραλέοι
δικαστές και εισαγγελείς. Φανταστείτε έναν σύγχρονο Σαρτζετάκη, έναν
Δελαπόρτα ή έναν Ντι Πιέτρο που θα έπαιρνε τόσο σοβαρά την αποστολή του ώστε
δεν θα λογάριαζε τίποτα: θα καταδίωκε αμείλικτα, με κάθε κόστος, την
πολιτική κλεπτοκρατία. Μερικοί τέτοιοι, παθιασμένοι με τον νόμο, δικαστικοί
λειτουργοί θα γίνονταν ο καταλύτης μιας «δημιουργικής καταστροφής». Αμήν!
* Ο κ. Χαρίδημος Κ. Τσούκας (htsoukas@gmail. com) είναι καθηγητής στα
Πανεπιστήμια Κύπρου και Warwick.
Τον Οκτώβριο 2007, σε συνεδρίαση του Εθνικού Συμβουλίου του ΠΑΣΟΚ, λίγο μετά
τη συντριπτική ήττα του κόμματος στις πρόσφατες εκλογές, η κ. Βάσω
Παπανδρέου παρατήρησε δηκτικά ότι «κάποιοι έκαναν περιουσίες στο ΠΑΣΟΚ».
Ουδείς ασχολήθηκε με την καταγγελία της.
Τρία χρόνια πριν, τον Ιούλιο 2004, η «Καθημερινή» προκλητικά ρωτούσε, με
αφορμή τον πρόσφατο υπερπολυτελή γάμο του τότε υπουργού Τσοχατζόπουλου στο
Παρίσι: «Πώς πλουτίσατε κ. Τσοχατζόπουλε;». Διατύπωνε, μάλιστα, εικασίες για
τους πιθανούς τρόπους πλουτισμού του υπουργού: «Aπό τους προμηθευτές των
Eνόπλων Δυνάμεων, από τις συμβάσεις που αφειδώς υπογράψατε, από το υστέρημα
και τα χρήματα του ελληνικού λαού, για τα οποία δώσατε όρκους τιμής και
προστασίας;». Σκληρά έως προσβλητικά ερωτήματα για οποιονδήποτε αξιοπρεπή
άνθρωπο. Ο κ. Τσοχατζόπουλος τα αγνόησε...
Πριν από λίγες εβδομάδες, στον απόηχο του συνθήματος «κλέφτες», που
οργισμένα πλήθη φώναζαν ρυθμικά μπροστά στη Βουλή τον περασμένο Μάιο,
δημοσιογράφος του «Αλ Τζαζίρα» ρωτάει τον πρωθυπουργό κατά πόσον το σύνθημα
αυτό δείχνει την «κατάρρευση της εμπιστοσύνης μεταξύ κυβερνώντων και
κυβερνωμένων». Τι απαντά ο κ. Παπανδρέου; Το σύνθημα ουσιαστικά δεν
στρέφεται κατά του κόμματός του, δεδομένου ότι «υπάρχει μια νέα κυβέρνηση, η
οποία γνωρίζει τα προβλήματα» και, επιπλέον, το κόμμα του «έχει ανανεωθεί»!
Πρόκειται για απάντηση γραφειοκράτη, όχι ηγέτη....Ο γραφειοκράτης συγκαλύπτει
και εξωραΐζει, αυτοπροστατεύεται· ο ηγέτης εκτίθεται, αρθρώνει και,
συγχρόνως, εκλεπτύνει και μεταποιεί σε δημιουργική πράξη το κοινό αίσθημα
που συνέχει μια συλλογικότητα. Ολη η Ελλάδα για χρόνια αναρωτιόταν για τη
μεγάλη περιουσία που φέρεται να απέκτησε ο κ. Τσοχατζόπουλος (και άλλα
υψηλόβαθμα στελέχη του ΠΑΣΟΚ), αλλά ο κ. Παπανδρέου (όπως και όλη η ηγετική
ομάδα) ουδέποτε συγκινήθηκε. Αντιθέτως, τον τίμησε με υποψηφιότητα στο
Εθνικό Συμβούλιο του κόμματος και στις εθνικές εκλογές του 2004 και του
2007. Ο Τσοχατζόπουλος τέθηκε εκτός Βουλής από το εκλογικό σώμα, όχι από το
κόμμα του - η διαφορά είναι σημαντική. Αν ο Τσοχατζόπουλος σήμερα λογοδοτεί
για πρώτη φορά στη ζωή του, αυτό δεν συμβαίνει τόσο γιατί λειτουργούν οι
θεσμοί όσο γιατί η χρεοκοπία της χώρας αλλάζει την αντίληψή μας περί θεσμών.
Τα αρμόδια όργανα (πολιτειακά και κομματικά) κινητοποιούνται γιατί δεν
μπορούν, πλέον, να κάνουν διαφορετικά. Επρεπε να χρεοκοπήσουμε για να
συνειδητοποιήσουμε το αυτονόητο: οι πολιτικοί δεν είναι πάνω από τον νόμο.
Ο Τσοχατζόπουλος, ισχυρός υπουργός επί εικοσαετία, γραμματέας του ΠΑΣΟΚ και
αναπληρωτής πρωθυπουργός, ενσαρκώνει πλήρως το πρότυπο του πολιτικού της
μεταπολίτευσης. Μειωμένης καλλιέργειας και ταλάντου, με λόγο στομφώδη, ρηχό
και συχνά ασυνάρτητο, ύφος ναρκισσιστικό και νοοτροπία «κολλητού», είδε την
πολιτική όχι ως άθλημα στο οποίο ένας πολιτικός διακρίνεται για το όραμά
του, το έργο του και τις αξίες που εμπράκτως συμβολίζει, αλλά ως μια ηθικά
ουδέτερη διαδικασία προσωπικής αναρρίχησης, πολιτικής αυτοσυντήρησης και
ευδαιμονιστικής ολοκλήρωσης με την άκριτη προσκόλληση στην αυλή του Αρχηγού,
τη δημιουργία προσωπικών μηχανισμών και την πελατειακή λειτουργία του
κράτους. Ολα αυτά επενδεδυμένα, φυσικά, με την κατ' εξοχήν σαγηνευτική στη
μεταπολιτευτική Ελλάδα ιδεολογία του αριστερίζοντος λαϊκισμού.
Γιατί εκπλησσόμαστε από την περιουσία και τις αγοραπωλησίες μέσω υπεράκτιων
εταιρειών του «ανέστιου» μέχρι το 1981 Τσοχατζόπουλου; Ο άνθρωπος μαθήτευσε
δίπλα σε έναν εξαιρετικό δάσκαλο. Θυμηθείτε τα «δωράκια» του Μεγάλου
Δημαγωγού, το «κωλόσπιτο» της Εκάλης, τον διάχυτο αμοραλισμό της
ανδρεοπαπανδρεϊκής καμαρίλας. Οταν το κόμμα ταυτίζεται με το κράτος, γιατί
να μην ταυτίσει ένας πολιτικός το ιδιωτικό με το δημόσιο συμφέρον; Αν ένας
πολιτικός έχει συνηθίσει να εκποιεί δημόσια αγαθά στους «πελάτες» του, γιατί
να μην κάνει κι ένα «δωράκι» στον εαυτό του; Αν είναι «ο βίος φιλοτομάρης»,
πώς να μην είναι ο υπουργός ένας χυδαίος ευδαιμονιστής; Αν τους πολιτικούς
δεν τους αγγίζει ο νόμος, γιατί να μην επιδοθούν σε παρανόμως προσοδοφόρες
συναλλαγές; Αφού έχουν τακτοποιήσει τη συνείδησή τους με το δόγμα «ό, τι
είναι νόμιμο είναι και ηθικό» και αφού ό, τι είναι νόμιμο αποφασίζεται από
αυτούς τους ίδιους, γιατί να μην επιδίδονται σε ξεδιάντροπα
αυτο-εξυπηρετικές πράξεις; Αν η ντροπή και ο αυτο-περιορισμός δεν συνιστούν
εμπεδωμένες αξίες μιας συλλογικότητας, τι μπορεί να αποτρέψει τη λεηλασία
των κοινών;
Η διεφθαρμένη πολιτική εκκολάπτεται συστηματικά σε χώρες με ασθενή αίσθηση
δημοσίου συμφέροντος και δυσδιάκριτη διάκριση δημόσιας και ιδιωτικής ηθικής
στην πολιτική κουλτούρα, αδύναμους δημόσιους θεσμούς, ανεπαρκείς ελέγχους
και θεσμικές εξισορροπήσεις, πελατειακή - φατριαστική - κομματοκρατική
λογική στη λειτουργία του κράτους και συγκινησιακό ανορθολογισμό στον
δημόσιο λόγο. Αν η χώρα σήμερα χρεοκόπησε οικονομικά είναι επειδή κατέστη
πολιτικά δυνατόν να κυβερνηθεί από ανθρώπους σαν τον Τσοχατζόπουλο, τον
Μαντέλη, τον Βουλγαράκη και τόσους άλλους.
Το χρεοκοπημένο πολιτικό σύστημα εμφανίζεται να προσπαθεί να απαλλαγεί
μερικώς από τη «σαβούρα» του για να εκτονώσει τη λαϊκή οργή. Ευελπιστεί σε
μια ελεγχόμενη «χημική αντίδραση» για να αποφύγει τη μεγάλη έκρηξη - να μη
χρειαστεί να αλλάξει ουσιωδώς. Το πουλόβερ όμως δεν ξηλώνεται μόνο του,
χρειάζεται έξωθεν ενέργεια. Οσο αυτή η ενέργεια δεν παρέχεται από
ρηξικέλευθους ηγέτες, θεσμική μας ελπίδα είναι -δυστυχώς- οι θαρραλέοι
δικαστές και εισαγγελείς. Φανταστείτε έναν σύγχρονο Σαρτζετάκη, έναν
Δελαπόρτα ή έναν Ντι Πιέτρο που θα έπαιρνε τόσο σοβαρά την αποστολή του ώστε
δεν θα λογάριαζε τίποτα: θα καταδίωκε αμείλικτα, με κάθε κόστος, την
πολιτική κλεπτοκρατία. Μερικοί τέτοιοι, παθιασμένοι με τον νόμο, δικαστικοί
λειτουργοί θα γίνονταν ο καταλύτης μιας «δημιουργικής καταστροφής». Αμήν!
* Ο κ. Χαρίδημος Κ. Τσούκας (htsoukas@gmail. com) είναι καθηγητής στα
Πανεπιστήμια Κύπρου και Warwick.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου