Η ίδρυση της Δημοκρατικής Αριστεράς από τον Φ. Κουβέλη και τους ανανεωτικούς του ΣΥΝ και το προανάκρουσμα της δημιουργίας νέου κομματικού σχηματισμού από την Ντόρα Μπακογιάννη συνιστούν τις ορατές διεργασίες αλλαγής και ανανέωσης του ρευστού και ασταθούς σημερινού πολιτικού σκηνικού.
Άρθρο του Χρήστου Ζέρβα στην εφημερίδα Ελευθεροτυπία.
Τρεις πολιτικοί επιστήμονες αναλύουν στην «Ε» τη «βιωσιμότητα» των νέων κομματικών φορέων, μέσα σε συνθήκες προϊούσας απονομιμοποίησης του πολιτικού συστήματος και γενικευμένης δυσαρέσκειας των πολιτών. Είναι αρκετή η κρίση πολιτικής αντιπροσώπευσης για τη δημιουργία νέων κομμάτων; Πόσο «νέα» είναι τα κόμματα που χρησιμοποιούν «πολιτικά υλικά» του παρελθόντος; Υπάρχει η απαιτούμενη «εμπιστοσύνη» των πολιτών στην επιχειρούμενη πολιτική ανανέωση; Σε σχέση πάντως με τα δύο επιχειρούμενα πολιτικά μορφώματα, οι προβλέψεις των πολιτικών αναλυτών είναι μάλλον απαισιόδοξες....
Άρθρο του Χρήστου Ζέρβα στην εφημερίδα Ελευθεροτυπία.
Τρεις πολιτικοί επιστήμονες αναλύουν στην «Ε» τη «βιωσιμότητα» των νέων κομματικών φορέων, μέσα σε συνθήκες προϊούσας απονομιμοποίησης του πολιτικού συστήματος και γενικευμένης δυσαρέσκειας των πολιτών. Είναι αρκετή η κρίση πολιτικής αντιπροσώπευσης για τη δημιουργία νέων κομμάτων; Πόσο «νέα» είναι τα κόμματα που χρησιμοποιούν «πολιτικά υλικά» του παρελθόντος; Υπάρχει η απαιτούμενη «εμπιστοσύνη» των πολιτών στην επιχειρούμενη πολιτική ανανέωση; Σε σχέση πάντως με τα δύο επιχειρούμενα πολιτικά μορφώματα, οι προβλέψεις των πολιτικών αναλυτών είναι μάλλον απαισιόδοξες....
Αίτημα νέας μεταπολίτευσης, του Χριστόφορου Βερναρδάκη*
Η νομιμοποίηση και η αποδοχή του πολιτικού συστήματος αγγίζουν πλέον μηδενικά ποσοστά στην ελληνική κοινωνία.
Η Ελλάδα, μια χώρα με ισχυρότατη μεταπολεμική παράδοση κοινοβουλευτικής ιδεολογίας των μαζών, περνάει σταδιακά στο αντίθετο άκρο, αυτό της απονομιμοποίησης των κοινωνικών αντιπροσωπευτικών οργανώσεων και θεσμών: πολιτικά κόμματα, συνδικάτα, Κοινοβούλιο, κυβέρνηση, πολιτικό προσωπικό, θεσμοί τοπικής αντιπροσώπευσης βρίσκονται πλέον στο τελευταίο σκαλοπάτι της κοινωνικής αποδοχής.
Το αίτημα μιας νέας μεταπολίτευσης, δηλαδή μιας νέας πολιτικής και θεσμικής οργάνωσης του κράτους και της οικονομίας, τέτοιας που να οργανώνει και να εκπροσωπεί διευρυμένα κοινωνικά στρώματα και συμφέροντα, πηγάζει αυτονόητο και επείγον.
Η κρίση πολιτικής εκπροσώπησης που εκτυλίσσεται προσφέρει μια ασφαλή βάση για τη συγκρότηση νέων πολιτικών δυνάμεων ή κομμάτων, καθώς ευρύτερες κοινωνικές ομάδες κινούνται πλέον εκτός «πολιτικής εκπροσώπησης». Ωστόσο, δεν συνεπάγεται ότι όποια πολιτικά κόμματα δημιουργηθούν αυτομάτως θα αλλάξουν τη σημερινή μορφή της κομματικής γεωγραφίας.
Στο χώρο της μεταρρυθμιστικής Αριστεράς, το κόμμα της Δημοκρατικής Αριστεράς εμφανίζει ήδη ισχνή κοινωνική και εκλογική βάση. Εκτίμησή μου είναι ότι ως αυτόνομος πολιτικός χώρος δύσκολα θα υπερβεί τα όρια του 1-1,5%. Στο χώρο της Κεντροδεξιάς επίσης, το προετοιμαζόμενο κόμμα της Ντόρας Μπακογιάννη θα δυσκολευτεί αρκετά να αποκτήσει μια αξιόλογη εκλογική-κοινωνική βάση. Θεωρώ απίθανο να καταφέρει να υπερβεί ως αυτόνομο ρεύμα τα όρια του 4-5%.
Τα δύο αυτά νεόκοπα πολιτικά μορφώματα θα συμβάλουν ασφαλώς σε μια ακόμα μεγαλύτερη ρευστοποίηση του κομματικού συστήματος, καθώς και στην περαιτέρω μείωση του δικομματισμού (ιδίως το κόμμα της κ. Μπακογιάννη). Ομως δεν είναι αυτά που θα καταφέρουν να αλλάξουν τα πολιτικά δεδομένα και να εκφράσουν πολύ περισσότερο τις κοινωνικές ανάγκες για ένα νέο πολιτικό σύστημα. Δύο είναι οι βασικοί λόγοι γι' αυτό:
α) τα δύο νέα κόμματα ενεργοποιούν δοκιμασμένα και εν πολλοίς αποτυχημένα πολιτικά υλικά της μεταπολίτευσης. Οι ιδέες του νεοφιλελευθερισμού (Μπακογιάννη) ή του κεντροαριστερού ευρωπαϊσμού (Κουβέλης) βρίσκονται εδώ και καιρό έξω από τις δυναμικές πολιτικές λύσεις που απαιτούνται για την έξοδο από την οικονομική κρίση και τον επαναπροσδιορισμό του ρόλου του κράτους απέναντι στην κοινωνία και στα οικονομικά συμφέροντα. Επομένως, δεν μπορούν να βρουν σοβαρό κοινωνικό χώρο αποδοχής, πολλώ δε μάλλον να οριοθετηθούν με σαφήνεια από τις εφαρμοζόμενες πολιτικές.
β) κινούνται συνεπώς σε μια «συστημική λογική». Είναι κόμματα «κεντρώας φοράς» που επιδιώκουν «συναινέσεις», στο πεδίο όμως που ορίζουν οι ήδη ασκούμενες πολιτικές και τα θεσμικά τους όρια. Ετσι, ενώ η κοινωνία αναζητά ανατροπή του μοντέλου αντιπροσώπευσης και ρήξη με το σύστημα και τη δομή διακυβέρνησης, τα κόμματα αυτά βρίσκονται στη λογική της εξελικτικής συνέχειας με το σύστημα διακυβέρνησης.
* Επίκουρος καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης ΑΠΘ
Πρωτόγνωρο κενό εκπροσώπησης, του Γεράσιμου Μοσχονά*
1. Κενό εκπροσώπησης. Το μέγεθος του «κύματος δυσαρέσκειας» στο εσωτερικό του ελληνικού πολιτικού συστήματος δεν συναντάται σε καμία άλλη χώρα της Δ. Ευρώπης. Η πολυσυλλεκτικότητα του κύματος συνιστά τη δεύτερη πρωτοτυπία της ελληνικής περίπτωσης. Η δυσπιστία δεν προέρχεται μόνο από τα «άκρα». Πέραν των ριζοσπαστικών ρευμάτων, σημαντικό τμήμα του δυναμικού δυσαρέσκειας προέρχεται από ομάδες που χαρακτηρίζονται από έναν ήπιο προοδευτισμό ή ήπιο συντηρητισμό και, υπό μια έννοια, βρίσκονται στη συστημική καρδιά της ελληνικής κοινωνίας. Η δυσαρέσκεια προέρχεται από παντού, είναι διακομματική, διαγενεακή και διαταξική. Είναι εντυπωσιακά και προκλητικά πολυσυλλεκτική.
Η απόρριψη του υπάρχοντος (κενό πολιτικής εκπροσώπησης) δηλώνει ένα ιδεολογικό και «νοοτροπιακό» etat d'esprit, όχι συγκεκριμένη επιθυμία υπέρ της δημιουργίας συγκεκριμένου πολιτικού φορέα. Η πεποίθηση ότι η παρούσα ηγεσία είναι ανεπαρκής συνιστά αναγκαία συνθήκη για την εμφάνιση νέων κομμάτων, όχι όμως και επαρκή.
2. Η τριπλή συνθήκη της επιτυχίας. Ενας νέος πολιτικός φορέας οφείλει, εάν θέλει να έχει διάρκεια, να πληροί τρεις συνθήκες: (α) ικανή πολιτική ηγεσία, (β) νέα πολιτική «διήγηση» και παραγωγή καινοτόμου προγραμματικού λόγου, (γ) ελάχιστο οργανωτικό μέγεθος.
Κανένα πολιτικό κόμμα δεν θα τα καταφέρει στο μακρύ χρόνο εννοώ: δεν θα τα καταφέρει ως σημαντική δύναμη- χωρίς να καλύπτει και τις τρεις ως άνω προϋποθέσεις. Η τριπλή αυτή συνθήκη είναι η βάση της διάρκειας. Χωρίς αυτή, θα έχουμε διάττοντες αστέρες, κόμματα μιας ή δύο χρήσεων ή ευσεβείς και ευγενείς προθέσεις χωρίς μηχανισμούς υλοποίησης. Και, βέβαια, πολλές και ακατάσχετες ρητορείες.
3.Η Δημοκρατική Αριστερά. Σε ό,τι αφορά το νέο σχηματισμό της Δημοκρατικής Αριστεράς, κάθε κρίση είναι πρόωρη. Ωστόσο, τρία σημεία μπορούν ήδη να υπογραμμιστούν.
Η παρατεταμένη αδυναμία της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ να διακριθεί στο πεδίο της προγραμματικής καινοτομίας και της διατύπωσης εναλλακτικών λύσεων στο οικονομικό πρόβλημα της χώρας (αναφέρομαι στην επίσημη πολιτική εκπροσώπηση του σχήματος, όχι σε προτάσεις που προέρχονται από μειοψηφικές τάσεις) διαμορφώνει ένα σημαντικό κενό «αριστερού ρεαλισμού», το οποίο ευνοεί την καθιέρωση της Δ.Α. Επίσης, η πολιτική του ΠΑΣΟΚ δημιουργεί ένα κενό στα αριστερά, το οποίο ευνοεί «παλαιά» και «νέα» αριστερά κόμματα. Αντιθέτως, ο εξαιρετικά ασθενικός οργανωτικός ιστός της Δ.Α. (μοιάζει περισσότερο με όμιλο παρά με κόμμα) δημιουργεί σημαντικά ερωτηματικά για την ικανότητα του νέου σχήματος να διασφαλίσει την επιβίωσή του.
Ως προς την «ικανή» ηγεσία και την ικανότητα προγραμματικού νεωτερισμού, κρίσιμοι όροι επιτυχίας του «νέου», είναι εξαιρετικά πρόωρη η διατύπωση τεκμηριωμένης άποψης. Ο δρόμος της επιτυχίας της Δ.Α., όπως και της καταστροφής, θα περάσει μέσα από την ποιότητα της ηγεσίας της (αρχή άνδρα δείκνυσι) και την ποιότητα των προτάσεων πολιτικής που θα διατυπώσει.
* Αναπληρωτής καθηγητής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, εντεταλμένος διδασκαλίας στο Ελεύθερο Πανεπιστήμιο Βρυξελλών
Ζήτημα εμπιστοσύνης, του Ανδρέα Πανταζόπουλου*
Σε περιόδους απογοήτευσης, αποδόμησης και φόβου, όπου κυριαρχεί ο κοινωνικός κατακερματισμός, επιλέγονται εξατομικευμένες κυρίως, ακόμη και αντικοινωνικές, διέξοδοι διάσωσης.
Αυτή η ρευστοποίηση του συλλογικού στοιχείου, της κοινής προοπτικής, υπονομεύει μονιμότερες πολιτικές θεσμίσεις. Από την πλευρά τους, οι τελευταίες, όταν εμφανίζονται στη δημοσιότητα, διατρέχουν τον κίνδυνο της ρουτινοποίησής τους, ρισκάρουν δηλαδή, μέσα σε ένα ήδη απαξιωτικό για την πολιτική τάξη κλίμα, να εκληφθούν ως μέρος του «κατεστημένου», παρά τον όποιο καινοτόμο ρόλο επιφυλάσσουν αυτάρεσκα για τον εαυτό τους. Αν, εδώ, προσθέσουμε την ύπαρξη εμφανών προσωπικών στρατηγικών αλλά και τη λειτουργία ισχυρών μηχανισμών που προωθούν τη μία ή την άλλη «εναλλακτική» πρόταση, έχουμε πλήρη την εικόνα ενός γενικότερου μπλοκαρίσματος: το «καινούργιο» φαντάζει ως συνέχεια του «παλιού» με άλλα μέσα!
Τούτων δοθέντων, το πρόβλημα με τους υπό ίδρυση νέους πολιτικούς σχηματισμούς εντοπίζεται κυρίως στο γεγονός ότι αδυνατούν, ή και αδιαφορούν, να βρουν μια κοινή γλώσσα προκειμένου να ενοποιήσουν (χωρίς να καταργήσουν) και να αντιπροσωπεύσουν διαφορετικά, ακόμη και ανταγωνιστικά μεταξύ τους, κοινωνικά συμφέροντα και νοήματα. Η έλευσή τους δεν συνοδεύεται από την αναγκαία «πίστη» που θα έπρεπε να μεταδώσουν στο εν δυνάμει ακροατήριό τους ότι το μήνυμά τους είναι αυθεντικό και ταυτόχρονα χρήσιμο και αποτελεσματικό. Τα στοιχεία της πίστης, με την έννοια της «εμπιστοσύνης» και της αποτελεσματικότητας/χρησιμότητας προηγούνται όμως του οποιουδήποτε «νέου προγράμματος», της οποιασδήποτε καινοτόμου λύσης, της οποιασδήποτε διαμαρτυρίας κ.λπ. Τα προγράμματα έπονται, δεν προηγούνται, είναι προϊόντα της εμπιστοσύνης, δεν είναι αυτά που την ιδρύουν εκ του μηδενός. Την πλαισιώνουν, δεν τη γεννούν. Με την έννοια αυτή, να μην εκπλαγούμε αν δούμε τους παραδοσιακούς φορείς της Μεταπολίτευσης, στο τέλος του κύκλου που μόλις άνοιξε, να τα καταφέρουν να βγουν σχετικά αλώβητοι, πέρα από κάθε ενάντια προσδοκία.
* Επίκουρος καθηγητής πολιτικής επιστήμης, ΑΠΘ
μέσω: http://tvxs.gr/node/62900
Η νομιμοποίηση και η αποδοχή του πολιτικού συστήματος αγγίζουν πλέον μηδενικά ποσοστά στην ελληνική κοινωνία.
Η Ελλάδα, μια χώρα με ισχυρότατη μεταπολεμική παράδοση κοινοβουλευτικής ιδεολογίας των μαζών, περνάει σταδιακά στο αντίθετο άκρο, αυτό της απονομιμοποίησης των κοινωνικών αντιπροσωπευτικών οργανώσεων και θεσμών: πολιτικά κόμματα, συνδικάτα, Κοινοβούλιο, κυβέρνηση, πολιτικό προσωπικό, θεσμοί τοπικής αντιπροσώπευσης βρίσκονται πλέον στο τελευταίο σκαλοπάτι της κοινωνικής αποδοχής.
Το αίτημα μιας νέας μεταπολίτευσης, δηλαδή μιας νέας πολιτικής και θεσμικής οργάνωσης του κράτους και της οικονομίας, τέτοιας που να οργανώνει και να εκπροσωπεί διευρυμένα κοινωνικά στρώματα και συμφέροντα, πηγάζει αυτονόητο και επείγον.
Η κρίση πολιτικής εκπροσώπησης που εκτυλίσσεται προσφέρει μια ασφαλή βάση για τη συγκρότηση νέων πολιτικών δυνάμεων ή κομμάτων, καθώς ευρύτερες κοινωνικές ομάδες κινούνται πλέον εκτός «πολιτικής εκπροσώπησης». Ωστόσο, δεν συνεπάγεται ότι όποια πολιτικά κόμματα δημιουργηθούν αυτομάτως θα αλλάξουν τη σημερινή μορφή της κομματικής γεωγραφίας.
Στο χώρο της μεταρρυθμιστικής Αριστεράς, το κόμμα της Δημοκρατικής Αριστεράς εμφανίζει ήδη ισχνή κοινωνική και εκλογική βάση. Εκτίμησή μου είναι ότι ως αυτόνομος πολιτικός χώρος δύσκολα θα υπερβεί τα όρια του 1-1,5%. Στο χώρο της Κεντροδεξιάς επίσης, το προετοιμαζόμενο κόμμα της Ντόρας Μπακογιάννη θα δυσκολευτεί αρκετά να αποκτήσει μια αξιόλογη εκλογική-κοινωνική βάση. Θεωρώ απίθανο να καταφέρει να υπερβεί ως αυτόνομο ρεύμα τα όρια του 4-5%.
Τα δύο αυτά νεόκοπα πολιτικά μορφώματα θα συμβάλουν ασφαλώς σε μια ακόμα μεγαλύτερη ρευστοποίηση του κομματικού συστήματος, καθώς και στην περαιτέρω μείωση του δικομματισμού (ιδίως το κόμμα της κ. Μπακογιάννη). Ομως δεν είναι αυτά που θα καταφέρουν να αλλάξουν τα πολιτικά δεδομένα και να εκφράσουν πολύ περισσότερο τις κοινωνικές ανάγκες για ένα νέο πολιτικό σύστημα. Δύο είναι οι βασικοί λόγοι γι' αυτό:
α) τα δύο νέα κόμματα ενεργοποιούν δοκιμασμένα και εν πολλοίς αποτυχημένα πολιτικά υλικά της μεταπολίτευσης. Οι ιδέες του νεοφιλελευθερισμού (Μπακογιάννη) ή του κεντροαριστερού ευρωπαϊσμού (Κουβέλης) βρίσκονται εδώ και καιρό έξω από τις δυναμικές πολιτικές λύσεις που απαιτούνται για την έξοδο από την οικονομική κρίση και τον επαναπροσδιορισμό του ρόλου του κράτους απέναντι στην κοινωνία και στα οικονομικά συμφέροντα. Επομένως, δεν μπορούν να βρουν σοβαρό κοινωνικό χώρο αποδοχής, πολλώ δε μάλλον να οριοθετηθούν με σαφήνεια από τις εφαρμοζόμενες πολιτικές.
β) κινούνται συνεπώς σε μια «συστημική λογική». Είναι κόμματα «κεντρώας φοράς» που επιδιώκουν «συναινέσεις», στο πεδίο όμως που ορίζουν οι ήδη ασκούμενες πολιτικές και τα θεσμικά τους όρια. Ετσι, ενώ η κοινωνία αναζητά ανατροπή του μοντέλου αντιπροσώπευσης και ρήξη με το σύστημα και τη δομή διακυβέρνησης, τα κόμματα αυτά βρίσκονται στη λογική της εξελικτικής συνέχειας με το σύστημα διακυβέρνησης.
* Επίκουρος καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης ΑΠΘ
Πρωτόγνωρο κενό εκπροσώπησης, του Γεράσιμου Μοσχονά*
1. Κενό εκπροσώπησης. Το μέγεθος του «κύματος δυσαρέσκειας» στο εσωτερικό του ελληνικού πολιτικού συστήματος δεν συναντάται σε καμία άλλη χώρα της Δ. Ευρώπης. Η πολυσυλλεκτικότητα του κύματος συνιστά τη δεύτερη πρωτοτυπία της ελληνικής περίπτωσης. Η δυσπιστία δεν προέρχεται μόνο από τα «άκρα». Πέραν των ριζοσπαστικών ρευμάτων, σημαντικό τμήμα του δυναμικού δυσαρέσκειας προέρχεται από ομάδες που χαρακτηρίζονται από έναν ήπιο προοδευτισμό ή ήπιο συντηρητισμό και, υπό μια έννοια, βρίσκονται στη συστημική καρδιά της ελληνικής κοινωνίας. Η δυσαρέσκεια προέρχεται από παντού, είναι διακομματική, διαγενεακή και διαταξική. Είναι εντυπωσιακά και προκλητικά πολυσυλλεκτική.
Η απόρριψη του υπάρχοντος (κενό πολιτικής εκπροσώπησης) δηλώνει ένα ιδεολογικό και «νοοτροπιακό» etat d'esprit, όχι συγκεκριμένη επιθυμία υπέρ της δημιουργίας συγκεκριμένου πολιτικού φορέα. Η πεποίθηση ότι η παρούσα ηγεσία είναι ανεπαρκής συνιστά αναγκαία συνθήκη για την εμφάνιση νέων κομμάτων, όχι όμως και επαρκή.
2. Η τριπλή συνθήκη της επιτυχίας. Ενας νέος πολιτικός φορέας οφείλει, εάν θέλει να έχει διάρκεια, να πληροί τρεις συνθήκες: (α) ικανή πολιτική ηγεσία, (β) νέα πολιτική «διήγηση» και παραγωγή καινοτόμου προγραμματικού λόγου, (γ) ελάχιστο οργανωτικό μέγεθος.
Κανένα πολιτικό κόμμα δεν θα τα καταφέρει στο μακρύ χρόνο εννοώ: δεν θα τα καταφέρει ως σημαντική δύναμη- χωρίς να καλύπτει και τις τρεις ως άνω προϋποθέσεις. Η τριπλή αυτή συνθήκη είναι η βάση της διάρκειας. Χωρίς αυτή, θα έχουμε διάττοντες αστέρες, κόμματα μιας ή δύο χρήσεων ή ευσεβείς και ευγενείς προθέσεις χωρίς μηχανισμούς υλοποίησης. Και, βέβαια, πολλές και ακατάσχετες ρητορείες.
3.Η Δημοκρατική Αριστερά. Σε ό,τι αφορά το νέο σχηματισμό της Δημοκρατικής Αριστεράς, κάθε κρίση είναι πρόωρη. Ωστόσο, τρία σημεία μπορούν ήδη να υπογραμμιστούν.
Η παρατεταμένη αδυναμία της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ να διακριθεί στο πεδίο της προγραμματικής καινοτομίας και της διατύπωσης εναλλακτικών λύσεων στο οικονομικό πρόβλημα της χώρας (αναφέρομαι στην επίσημη πολιτική εκπροσώπηση του σχήματος, όχι σε προτάσεις που προέρχονται από μειοψηφικές τάσεις) διαμορφώνει ένα σημαντικό κενό «αριστερού ρεαλισμού», το οποίο ευνοεί την καθιέρωση της Δ.Α. Επίσης, η πολιτική του ΠΑΣΟΚ δημιουργεί ένα κενό στα αριστερά, το οποίο ευνοεί «παλαιά» και «νέα» αριστερά κόμματα. Αντιθέτως, ο εξαιρετικά ασθενικός οργανωτικός ιστός της Δ.Α. (μοιάζει περισσότερο με όμιλο παρά με κόμμα) δημιουργεί σημαντικά ερωτηματικά για την ικανότητα του νέου σχήματος να διασφαλίσει την επιβίωσή του.
Ως προς την «ικανή» ηγεσία και την ικανότητα προγραμματικού νεωτερισμού, κρίσιμοι όροι επιτυχίας του «νέου», είναι εξαιρετικά πρόωρη η διατύπωση τεκμηριωμένης άποψης. Ο δρόμος της επιτυχίας της Δ.Α., όπως και της καταστροφής, θα περάσει μέσα από την ποιότητα της ηγεσίας της (αρχή άνδρα δείκνυσι) και την ποιότητα των προτάσεων πολιτικής που θα διατυπώσει.
* Αναπληρωτής καθηγητής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, εντεταλμένος διδασκαλίας στο Ελεύθερο Πανεπιστήμιο Βρυξελλών
Ζήτημα εμπιστοσύνης, του Ανδρέα Πανταζόπουλου*
Σε περιόδους απογοήτευσης, αποδόμησης και φόβου, όπου κυριαρχεί ο κοινωνικός κατακερματισμός, επιλέγονται εξατομικευμένες κυρίως, ακόμη και αντικοινωνικές, διέξοδοι διάσωσης.
Αυτή η ρευστοποίηση του συλλογικού στοιχείου, της κοινής προοπτικής, υπονομεύει μονιμότερες πολιτικές θεσμίσεις. Από την πλευρά τους, οι τελευταίες, όταν εμφανίζονται στη δημοσιότητα, διατρέχουν τον κίνδυνο της ρουτινοποίησής τους, ρισκάρουν δηλαδή, μέσα σε ένα ήδη απαξιωτικό για την πολιτική τάξη κλίμα, να εκληφθούν ως μέρος του «κατεστημένου», παρά τον όποιο καινοτόμο ρόλο επιφυλάσσουν αυτάρεσκα για τον εαυτό τους. Αν, εδώ, προσθέσουμε την ύπαρξη εμφανών προσωπικών στρατηγικών αλλά και τη λειτουργία ισχυρών μηχανισμών που προωθούν τη μία ή την άλλη «εναλλακτική» πρόταση, έχουμε πλήρη την εικόνα ενός γενικότερου μπλοκαρίσματος: το «καινούργιο» φαντάζει ως συνέχεια του «παλιού» με άλλα μέσα!
Τούτων δοθέντων, το πρόβλημα με τους υπό ίδρυση νέους πολιτικούς σχηματισμούς εντοπίζεται κυρίως στο γεγονός ότι αδυνατούν, ή και αδιαφορούν, να βρουν μια κοινή γλώσσα προκειμένου να ενοποιήσουν (χωρίς να καταργήσουν) και να αντιπροσωπεύσουν διαφορετικά, ακόμη και ανταγωνιστικά μεταξύ τους, κοινωνικά συμφέροντα και νοήματα. Η έλευσή τους δεν συνοδεύεται από την αναγκαία «πίστη» που θα έπρεπε να μεταδώσουν στο εν δυνάμει ακροατήριό τους ότι το μήνυμά τους είναι αυθεντικό και ταυτόχρονα χρήσιμο και αποτελεσματικό. Τα στοιχεία της πίστης, με την έννοια της «εμπιστοσύνης» και της αποτελεσματικότητας/χρησιμότητας προηγούνται όμως του οποιουδήποτε «νέου προγράμματος», της οποιασδήποτε καινοτόμου λύσης, της οποιασδήποτε διαμαρτυρίας κ.λπ. Τα προγράμματα έπονται, δεν προηγούνται, είναι προϊόντα της εμπιστοσύνης, δεν είναι αυτά που την ιδρύουν εκ του μηδενός. Την πλαισιώνουν, δεν τη γεννούν. Με την έννοια αυτή, να μην εκπλαγούμε αν δούμε τους παραδοσιακούς φορείς της Μεταπολίτευσης, στο τέλος του κύκλου που μόλις άνοιξε, να τα καταφέρουν να βγουν σχετικά αλώβητοι, πέρα από κάθε ενάντια προσδοκία.
* Επίκουρος καθηγητής πολιτικής επιστήμης, ΑΠΘ
μέσω: http://tvxs.gr/node/62900
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου