Κυριακή 18 Ιουλίου 2010

"Φεύγεις και αφήνεις πίσω τον τόπο σου , στη χλιδή της εσωτερικής του φτώχειας".


¨Εσύ φεύγεις¨

Είδες το φως του ήλιου πολλά χρόνια πριν.
Γεννήθηκες από τα χέρια της μαμής και το κλάμα σου έγινε ένα με τους ήχους των πουλιών, του κήπου σου .
Τα μωρουδιακά σου δεν υπήρξαν ποτέ, φτηνά υλικά μιας χρήσης.
Το παιδικό σου κρεβατάκι ήταν τις περισσότερες φορές αυτοσχέδιο.
Τα πρώτα παιγνίδια σου φτιάχτηκαν με τα κουρέλια, των ρούχων της οικογένειας.
Το γάλα της γαϊδούρας ή στην καλύτερη περίπτωση της κατσίκας, ήταν το συμπλήρωμα εκείνου της μάνα σου.
Μπουσούλισες και άγγιξες την πέτρα στο τοίχο του σπιτιού σου.
Αποκοιμήθηκες δίπλα στο χωριάτικο τζάκι, αφού σε νανούρισε ο ήχος της φωτιάς του.
Η πείνα του πολέμου έγινε ο εφιάλτης σου.
Έπαιξες το ρόλο της μάνας από τα δέκα σου, όταν έπρεπε να φροντίσεις τα μικρότερα αδέλφια σου, αφού η μάνα συνήθως έφευγε για τα χωράφια.
Κατάφερες ή τις περισσότερες φορές όχι, να πας με τα πόδια στο διπλανό κεφαλοχώρι για να μάθεις πέντε κολλυβογράμματα.
Κουβάλησες με τη στάμνα το νερό που θα πίνατε, από τη γειτονική πηγή....Μάζεψες από το χώμα το ψωμί που σου έπεσε από το μεσημεριανό τραπέζι ,το φίλησες, το σταύρωσες, το έφαγες.
Είδες τους συχωριανούς σου να μαζεύονται για να φτιάξουν όλοι μαζί το καινούργιο δωμάτιο του νέου ζευγαριού.
Ο αποταμιευτικός σου λογαριασμός ήταν το γεμάτο πιθάρι λάδι, το βαρέλι με το κρασί και τα δυο τσουβάλια αλεύρι στην αποθήκη της ύπαρξής σου.

Ήπιες νερό από την πηγή του χωριού σου και είδες τα φυτοφάρμακα του γιου σου να την μετατρέπουν σε δηλητήριο για να πίνει το εγγόνι σου.
Παρακολούθησες τα παιδιά σου να παίρνουν το πρωινό ρόφημα, γάλα σε σκόνη, στα συσσίτια της δεκαετίας του 60, και το εγγόνι να κάνει κόλπα για να αποφύγει το φρέσκο.
Με το αλέτρι σου καλλιέργησες τα χωράφια για να ταΐσεις ζεστό ψωμί τα παιδιά σου και είδες τον απόγονό σου να παίζει τουρτοπόλεμο με την πρωτοχρονιάτικη πίτα που του έφερε ο σύλλογος γονέων στο σχολειό του.
Πάλεψες για να γίνει γλυκό το ψωμί του ιδρώτα σου και είδες τον γιο σου να θέλει να γίνει πλούσιος παίζοντας χρηματιστήριο από τη παραλία.
Έσπασες τη γκαζόζα στα δυο για να δροσίζεις τα παιδιά σου και είδες τον εγγονό να ξημεροβραδιάζεται στη καφετέρια του χωριού σου .
Είδες τον κορακοζώητο πολιτικό ατσαλάκωτο και τις ρυτίδες στο πρόσωπό σου να κάνουν παρέλαση.
Παρέδωσες το βουνό δίπλα από το χωριό σου γεμάτο πεύκα στα παιδιά σου και το παραδίνουν στα εγγόνια σου γεμάτο μπετό και ψεύτικες κατασκευές.
Είδες το γιο σου να μεγαλώνει σε αλάνες και τον εγγονό σου να χτυπιέται στα 90 τετραγωνικά μπετό που φύτεψε ο κανακάρης σου.
Σε παρακολουθώ να φεύγεις αφήνοντας πίσω σου ένα κόσμο σίγουρα διαφορετικό από αυτόν που ονειρεύτηκε η παιδική αφέλεια που τώρα γίνεται άνοια της ηλικίας σου.
Σε παρακολουθώ να φεύγεις και να αφήνεις πίσω σου τη γενιά που κατέστρεψε τα πάντα.
Τη γενιά που γκρέμισε το πέτρινο σπίτι σου, το χωριάτικο τζάκι σου, που κατέστρεψε τις ανθρώπινες σχέσεις, που φύτεψε μπαράκια αντί για καρποφόρα δέντρα στο χωριό σου ,τη γενιά που δεν είπε το ψωμί ψωμάκι ενώ πάτησε τη φέτα που του έπεσε στο πλακάκι με το πόδι ή στην καλύτερη περίπτωση την πέταξε στο σκύλο του αν δεν αγόρασε την ειδική σκυλοτροφή .
Μαζί με όλα τα άλλα κατάστρεψε και την ελπίδα των εγγονιών σου για ζωή.

Φεύγεις και αφήνεις πίσω τον τόπο σου , στη χλιδή της εσωτερικής του φτώχειας
http://fantasou.blogspot.com/2010/07/blog-post.html

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Share |

LinkWithin

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...
Related Posts with Thumbnails