Το κόστος της αναδιάρθρωσης του χρέους ή της εγκατάλειψης του ευρώ είναι πολύ μεγάλο για να τα αντέξει η Ελλάδα. Το σχέδιο του ΔΝΤ αποτελεί την καλύτερη της επιλογή. Πρόκειται για ένα σχέδιο αρκετά σκληρό που ενέχει δύο βασικούς κινδύνους. Ο πρώτος είναι ότι οι μεταρρυθμίσεις μπορεί να μην αποδειχτούν οικονομικά βιώσιμες και να οδηγήσουν σε μια ανεξέλεγκτη σπειροειδή αύξηση του χρέους. Ο δεύτερος είναι ότι οι μεταρρυθμίσεις μπορεί να μην αποδεχτούν βιώσιμες πολιτικά και η κυβέρνηση να υποχρεωθεί να πάρει κάποιον άλλο δρόμο…
Μια περιοριστική δημοσιονομική πολιτική μπορεί κάλλιστα να έχει αρνητικό αντίκτυπο στην ανάπτυξη της Ελλάδας βραχυπρόθεσμα, αλλά δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι το επιχείρημα για τις περιοριστικές επιπτώσεις της δημοσιονομικής σύσφιξης παρουσιάζει κι αυτό σημαντικά προβλήματα.... Βασίζεται σε ένα απλό μοντέλο που προϋποθέτει ένα δοσμένο ρυθμό ανάπτυξης και μια μη βιώσιμη δημοσιονομική πολιτική. Όταν προστίθεται η δημοσιονομική σύσφιξη, σύμφωνα με τις τυπικές κεϋνσιανές αρχές, η ανάπτυξη μειώνεται σε πρώτο στάδιο. Αλλά το συγκεκριμένο μοντέλο δεν περιλαμβάνει την επιρροή των χρηματοπιστωτικών αγορών. Δηλαδή δεν προσμετρά το γεγονός ότι η μη βιώσιμη δημοσιονομική πολιτική αναπόφευκτα συνιστά μια πρόκληση για τις χρηματοπιστωτικές αγορές, που τείνουν να αντιδρούν βίαια και να οδηγούν σε οικονομικές κρίσεις μεγάλης οξύτητας. Από τη στιγμή που θα επέλθει μια τέτοια κρίση απαιτούνται πολύ σκληρότερα μέτρα για την αποκατάσταση της βιωσιμότητας του χρέους. Ένα ορθότερα σχεδιασμένο μοντέλο θα έπρεπε να συμπεριλαμβάνει αυτές τις επιπτώσεις και στην περίπτωση αυτή θα έδειχνε ότι σε μακροπρόθεσμη βάση η μη ελεγχόμενη δημοσιονομική πολιτική έχει πολύ πιο ισχυρές υφεσιακές επιπτώσεις από τη δημοσιονομική προσαρμογή που συντελείται στο σωστό χρόνο.
Η Ελλάδα αποτελεί μια χαρακτηριστική περίπτωση αυτού του παραδείγματος. Εξαιτίας των φόβων για επιπτώσεις στη μελλοντική οικονομική ανάπτυξη, η ελληνική κυβέρνηση αρνούνταν επί μακρόν να θέσει υπό έλεγχο τον προϋπολογισμό της. Τώρα μετά το εγχείρημα διάσωσης της περασμένης άνοιξης, η Ελλάδα θα έχει ύφεση 4% του ΑΕΠ το 2010. Αν η χώρα είχε λάβει τα ενδεδειγμένα μέτρα νωρίτερα και είχε αποφύγει τη χρηματοπιστωτική κρίση της περασμένης άνοιξης, μπορεί η ύφεση της οικονομίας της να ήταν μεγαλύτερη από την προ της κρίσης προβλεπόμενη (το φθινόπωρο του 2009 η ΕΕ προέβλεπε για την Ελλάδα το 2010 ύφεση 0.3%), αλλά τα μεγέθη θα ήταν σίγουρα καλύτερα απ’ ό,τι είναι τώρα. Στην περίπτωση αυτή η δημοσιονομική προσαρμογή θα είχε προσλάβει πιο μέτριες διαστάσεις και η απώλεια πολιτικής αξιοπιστίας της Αθήνας θα ήταν λιγότερο σαρωτική. Ακόμα και αυτή τη στιγμή ωστόσο ένα σχέδιο που δεν θα περιλάμβανε δημοσιονομική σύσφιξη θα ασκούσε πολύ χειρότερες επιπτώσεις στη μακροχρόνια ανάπτυξη.
Πέρα από το ζήτημα της οικονομικής βιωσιμότητας του ελληνικού σχεδίου του ΔΝΤ, μέρος της κριτικής εστιάζει στην πολιτική βιωσιμότητα αυτού του σχεδίου, υποστηρίζοντας ότι η προσαρμογή είναι πολιτικά αδύνατη για την Ελλάδα αν σημαίνει ότι η χώρα πρέπει να ξεγράψει πολιτικές που ο πληθυσμός κατέληξε να θεωρεί βασικά του δικαιώματα, όπως είναι τα επιδόματα ανεργίας ή οι γενναιόδωρες συντάξεις. Οι περικοπές τέτοιων κονδυλίων μπορεί να οδηγήσουν σε κοινωνική αναταραχή, σημειώνουν οι υποστηρικτές αυτής της θέσης, και στην περίπτωση αυτή οι Έλληνες πολιτικοί ηγέτες δεν θα έχουν άλλη επιλογή από τη στάση πληρωμών ή την αναδιάρθρωση του χρέος.
Είναι αλήθεια ότι κανείς λαός δεν ευνοεί τη δημοσιονομική σύσφιξη. Και η ελληνική πολιτική τάξη μπορεί να μην είχε την ικανότητα ή τη βούληση να πείσει τους Έλληνες πολίτες για την ανάγκη των περιοριστικών δημοσιονομικών μέτρων μέχρι την έλευση της κρίσης. Η παρούσα οικονομική κατάσταση έχει δείξει ωστόσο ότι οι πολιτικοί μπορούν να πετύχουν συναίνεση για δυσάρεστα δημοσιονομικά μέτρα κατά τη διάρκεια μιας κρίσης. Οι κυβερνήσεις της Ευρωζώνης χρησιμοποίησαν την απειλή της διάδοσης του ‘ελληνικού ιού’ σε ολόκληρη την ευρωπαϊκή περιφέρεια για να διασφαλίσουν την υποστήριξη των λαών τους σε ένα πανάκριβο πακέτο διάσωσης. Και οι κυβερνήσεις της Πορτογαλίας, της Ισπανίας, της Ιρλανδίας και άλλων χωρών επικαλούνται την κακή κατάσταση των ευρωπαϊκών χρηματοπιστωτικών αγορών για να δικαιολογήσουν τη δημοσιονομική σύσφιξη και τις μεγάλες μεταρρυθμίσεις που δρομολογήθηκαν στην αγορά εργασίας και τον χρηματοπιστωτικό τομέα.
Οι πολίτες ασφαλώς και δεν θεωρούν τη δημοσιονομική μεταρρύθμιση ως κάτι το αμελητέο, αλλά πείθονται ευκολότερα για την αναγκαιότητά της εφόσον πιστέψουν ότι η εναλλακτική λύση είναι ακόμα χειρότερη. Γι’ αυτό μπορεί να διασφαλιστεί η δημόσια συναίνεση επί μιας οικονομικής μεταρρύθμισης στα πρότυπα των προγραμμάτων του ΔΝΤ, αντί να επιλεγεί η αναδιάρθρωση του χρέους ή η υποτίμηση. Οι πολίτες των χωρών που έζησαν τέτοια γεγονότα θυμούνται τις σαρωτικές επιπτώσεις τους. Στις χώρες όπου δεν υπάρχει πρόσφατη ιστορική μνήμη χρηματοπιστωτικών κρίσεων ορισμένοι μπορεί να πιστεύουν ότι η παρούσα κρίση θα περάσει εύκολα. Αλλά μια τέτοια ιδέα για το σημερινό κόσμο των στενά συνδεδεμένων οικονομικών συστημάτων αποτελεί αυταπάτη.
Κατά τον ίδιο τρόπο που έφερε στο φως τα προβλήματα της ελληνικής οικονομίας, η οικονομική κρίση έφερε στο φως και την αδυναμία του θεσμικού πλαισίου του ευρώ. Για την αποκατάσταση της εμπιστοσύνης απαιτείται τώρα η ενίσχυση του πλαισίου του κοινού νομίσματος. Για το σκοπό αυτό ιδρύθηκε μια Ομάδα Δράσης με επικεφαλής τον πρόεδρο της Ευρωπαϊκής Ένωσης Χέρμαν Βαν Ρομπέι, η οποία θα καταθέσει συγκεκριμένες προτάσεις ως το τέλος του έτους. Τον Ιούνιο η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα έδωσε στη δημοσιότητα τις δικές της προτάσεις: ενισχυμένες διαδικασίες ελέγχου των δημοσιονομικών πολιτικών των κρατών μελών με αυτόματες διαδικασίες επιβολής κυρώσεων. Αυστηρότερη εποπτεία της ανταγωνιστικότητας των χωρών ώστε να διασφαλιστεί η οικονομική σύγκλιση των κρατών μελών. Και ίδρυση μιας δομής διαχείρισης κρίσεων για τη στήριξη των χωρών που εφαρμόζουν προγράμματα προσαρμογής με αυστηρούς όρους. Αναγνωρίζεται πάντως ότι δεν είναι δυνατή η εκδίωξη των κρατών μελών από το ευρώ αν δεν συμμορφώνονται με τις βασικές αρχές προϋπολογισμού της ΕΕ, επομένως μια τέτοια απειλή δεν θα ήταν σε τελική ανάλυση αξιόπιστη.
Η ΕΕ και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ζητούν επίσης τη δημιουργία τριών διαφορετικών εποπτικών αρχών (μία Ευρωπαϊκή Αρχή για τον Τραπεζικό Τομέα, μία Ευρωπαϊκή Αρχή για τις Ασφαλιστικές Εταιρείες και τα Ασφαλιστικά Ταμεία και μία Ευρωπαϊκή Αρχή για τις Κεφαλαιαγορές) καθώς και μια εποπτική αρχή (το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Συστημικού Κινδύνου). Από τη στιγμή που υπάρχει τόσο ισχυρή διασύνδεση των οικονομιών της Ευρωζώνης, η θέσπιση πανευρωπαϊκών αρχών εποπτείας είναι επιβεβλημένη. Οι αρχές αυτές θα πρέπει να έχουν τις αναγκαίες αρμοδιότητες ώστε να μπορούν να ασκούν πιέσεις στις εθνικές κυβερνήσεις για να αντιμετωπίζουν τα προβλήματα αλλά και την απαιτούμενη ανεξαρτησία για να λειτουργούν προληπτικά, δίχως να περιμένουν μια κρίση προκειμένου να ωθήσουν τους πολιτικούς σε δράση. Ορισμένοι μπορεί να διάκεινται αρνητικά στην ιδέα της μεταβίβασης αρμοδιοτήτων σε διεθνή σώματα για την επιβολή περιορισμών σε τομείς μιας εθνικής οικονομικής πολιτικής. Αλλά η χρηματοπιστωτική μόλυνση διαχέεται πάρα πολύ γρήγορα και οι Ευρωπαίοι φορολογούμενοι υποχρεώθηκαν να πληρώσουν τόσα πολλά για τις αστοχίες άλλων χωρών που δεν μπορεί το σύστημα να παραμείνει ως έχει.
Είναι πολύ νωρίς να προβλέψει κανείς το θάνατο του ευρώ. Η ΕΕ και οι χώρες της Ευρωζώνης κατάφεραν να απαντήσουν στην χρηματοπιστωτική κρίση με τα κατάλληλα διορθωτικά μέτρα. Υπήρξαν χώρες που υιοθέτησαν σκληρά πακέτα δημοσιονομικής προσαρμογής. Υπήρξαν χώρες που ανακοίνωσαν και σε ορισμένες περιπτώσεις ήδη εφάρμοσαν διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις χωρίς προηγούμενο. Μεταξύ των πολύ θετικών στοιχείων ήταν η κοινή απόφαση των χωρών να συντονίσουν και να δημοσιεύσουν τα αποτελέσματα των τεστ αντοχής των ευρωπαϊκών τραπεζών. Είχαμε επίσης την ίδρυση του νέου Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας που τώρα μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να στηρίξει άλλες χώρες της Ευρωζώνης οι οποίες θα βρεθούν υπό πίεση. Ενώ παράλληλα η Ομάδα Δράσης θα καταθέσει και θα εγκρίνει συγκεκριμένες προτάσεις για την ενίσχυση της διακυβέρνησης της Ευρωζώνης ως τα τέλη του χρόνου.
Σαφώς και μπορεί να ασκηθεί κριτική επειδή όλα αυτά τα μέτρα ελήφθησαν μόνο αφού είχε ξεσπάσει η κρίση. Αλλά τελικά έτσι γίνεται στις δημοκρατίες όταν αντιμετωπίζουν δυσκολίες. Τα προβλήματα των οικονομιών της Ευρωζώνης και του πλαισίου της νομισματικής ένωσης πρέπει να αντιμετωπιστούν, αλλά αν οι χώρες-μέλη συνεχίσουν να εφαρμόζουν τις σωστές δημοσιονομικές πολιτικές, θα βγουν πιο δυνατές μέσα από αυτή την κρίση. Η Ευρώπη πρέπει να βρει το σωστό μείγμα συνεργασίας, για την υπεράσπιση των κοινών της συμφερόντων σε παγκόσμιο επίπεδο, και ανταγωνισμού που θα δώσει κίνητρα για ανάπτυξη. Θα πρέπει να βασίζεται εξίσου στο κέντρο που θα πρέπει να διασφαλίσει τις σωστές οικονομικές πολιτικές, όσο και στα κράτη μέλη που ελέγχουν το μεγαλύτερο μεγάλο αυτών των οικονομικών πολιτικών. Αλλά θα πρέπει να αντλήσει έμπνευση από την ιστορία της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η αναζήτηση αυτών των ισορροπιών υπήρξε ιστορικά ένα από τα πιο δυνατά σημεία της Ευρώπης.
sofokleous10.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου