Οι επιπτώσεις του φτηνού χρήματος είναι ορατές. Πριν ένα χρόνο οι επενδυτές ήταν πανικόβλητοι και οι συζητήσεις στρέφονταν γύρω από το ενδεχόμενο μιας νέας Μεγάλης Ύφεσης. Σήμερα ο παγκόσμιος χρηματιστηριακός δείκτης MSCI βρίσκεται 70% υψηλότερα από τα χαμηλά του τού Μαρτίου 2009. Αυτό οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στα επιτόκια του 1% ή και λιγότερο της Αμερικής, της Ιαπωνίας, της Βρετανίας και της Ευρωζώνης, που έπεισαν τους επενδυτές να ρευστοποιήσουν τα χρήματά τους και να αγοράσουν επικίνδυνα περιουσιακά στοιχεία.
Παρά τον περσινό πανικό, οι τιμές των περιουσιακών στοιχείων δεν έπεσαν ποτέ στα χαμηλά που σημάδεψαν άλλες καθοδικές αγορές, και η άνοδος κάνει σήμερα πολλές αγορές να δείχνουν ακριβές ξανά. Στην αμερικανική αγορά ακινήτων, όπου ξεκίνησε η κρίση, η τιμή των κατοικιών σήμερα βρίσκεται κοντά στη δίκαιη αξία στη βάση της απόδοσης ενοικίου, αλλά υπάρχει κατά 30% υπερτίμηση στη Βρετανία και κατά 50% στην Αυστραλία, το Χονγκ Κονγκ και την Ισπανία.
Τα χρηματιστήρια από την άλλη πλευρά βρίσκονται αρκετά χαμηλότερα από τα ιστορικά υψηλά τους στις περισσότερες χώρες. Οι αμερικανικές χρηματιστηριακές αγορές είναι κατά 25% χαμηλότερα από τα επίπεδα του 2007. Αλλά είναι σχεδόν 50% υπερτιμημένες με βάση τον καλύτερο μακροπρόθεσμο δείκτη που μετρά τα κέρδη σε σχέση με τον οικονομικό κύκλο.
Οι κεντρικές τράπεζες θεωρούν αυτές τις χρηματιστηριακές ανόδους ως καλοδεχούμενες παράπλευρες επιπτώσεις των πολιτικών τους. Το 2008 η πτώση στις χρηματιστηριακές αγορές είχε οδηγήσει σε έναν φαύλο κύκλο στάσεων πληρωμών και μαζικών πωλήσεων από την πλευρά των επενδυτών, ωθώντας τις τιμές των περιουσιακών στοιχείων ακόμα πιο χαμηλά. Η ανάκαμψη της αγοράς είναι απαραίτητη για τη σταθεροποίηση της οικονομίας, αλλά τώρα υπάρχει κίνδυνος να δημιουργηθούν νέες φούσκες...Πέρα από την υψηλή αποτίμηση των περιουσιακών στοιχείων, τα δύο κλασικά συμπτώματα της φούσκας είναι η ταχεία επέκταση του δανεισμού του ιδιωτικού τομέα και η έκρηξη του δημόσιου ενθουσιασμού για συγκεκριμένα περιουσιακά στοιχεία. Σήμερα τίποτα από αυτά τα δύο δεν συμβαίνει. Αλλά όσο πιο πολύ καιρό μένουν τα επιτόκια κοντά στο μηδέν, τόσο μεγαλώνει ο κίνδυνος εμφάνισης μιας νέας φούσκας – το πιθανότερο στις αναδυόμενες αγορές και στις αγορές εμπορευμάτων.
Οι κεντρικές τράπεζες έχουν αρκετά εργαλεία με τα οποία μπορούν να αποτρέψουν την ανάπτυξη μιας νέας φούσκας. Επιβάλλοντας στις τράπεζες υψηλότερες κεφαλαιακές απαιτήσεις μπορούν, για παράδειγμα, να περιορίσουν τις κερδοσκοπικές υπερβολές. Όπως υποστήριξε την περασμένη εβδομάδα ο Μπεν Μπερνάνκι, πρόεδρος της Ομοσπονδιακής Τράπεζας, η άνοδος των τιμών των αμερικανικών κατοικιών θα μπορούσε να είχε περιοριστεί μέσα από την καλύτερη ρύθμιση και εποπτεία των τραπεζών. Το πιο ισχυρό εργαλείο είναι φυσικά τα επιτόκια. Αλλά οι κεντρικές τράπεζες δεν θέλουν να χρησιμοποιήσουν τα επιτόκια για την αποτροπή της δημιουργίας μιας νέας φούσκας γιατί φοβούνται μήπως έτσι ψαλιδίσουν την ανάπτυξη. Και όσο η παγκόσμια οικονομία βρίσκεται στο παρόν εύθραυστο στάδιο, σωστά δεν θέλουν να αυξήσουν τα επιτόκια.
Αλλά ακόμη κι αν οι κυβερνήσεις κρίνουν ότι οι κίνδυνοι που ανακύπτουν από μια ενδεχόμενη αύξηση των επιτοκίων είναι προς το παρόν περισσότεροι από τους κινδύνους που ανακύπτουν από την παραμονή τους στα παρόντα ιστορικά χαμηλά, οι επενδυτές έχουν πολλούς λόγους να ανησυχούν. Το πρόβλημά τους δεν έχει να κάνει μόνο με το ότι οι αποτιμήσεις των περιουσιακών στοιχείων είναι υψηλές με βάση τα ιστορικά δεδομένα. Έχει να κάνει και με το ότι ο παρών συνδυασμός των υψηλών τιμών των περιουσιακών στοιχείων, των χαμηλών επιτοκίων και των μεγάλων δημοσιονομικών ελλειμμάτων είναι μη βιώσιμος.
Τα επιτόκια θα μείνουν χαμηλά μόνο αν η ανάπτυξη είναι αργή. Αλλά αν οι ρυθμοί ανάπτυξης επιταχυνθούν, ούτε τα κέρδη θα αυξηθούν τόσο γρήγορα ώστε να δικαιολογούν τις παρούσες τιμές των μετοχών, ούτε τα εισοδήματα θα αυξηθούν τόσο γρήγορα ώστε να δικαιολογούν το επικρατών επίπεδο των τιμών των κατοικιών. Αν, από την άλλη μεριά, οι αγορές έχουν δίκιο ως προς τις προοπτικές οικονομικής ανάπτυξης και η παρούσα ανάκαμψη είναι βιώσιμη, τότε οι κυβερνήσεις θα αντιδράσουν περικόπτοντας την προσφορά χρήματος μέσα στο 2010.
Ο πιο άμεσος κίνδυνος έχει να κάνει με τη δημοσιονομική πολιτική. Πολλές κυβερνήσεις απάντησαν τελικά στην κρίση αναλαμβάνοντας το βάρος του χρέους από τους ισολογισμούς του ιδιωτικού τομέα και μεταφέροντάς το στο δημόσιο προϋπολογισμό. Αυτό οδήγησε σε μεγάλα δημοσιονομικά ελλείμματα. Στην Αμερική και τη Βρετανία, για παράδειγμα, τα ελλείμματα έχουν ξεπεράσει το 10% του ΑΕΠ. Οι περισσότερες αναπτυγμένες χώρες έχουν καταφέρει μέχρι στιγμής να διαχειριστούν τα ελλείμματά τους με σχετική ευκολία. Στα πρώτα στάδια της κρίσης οι επενδυτές προσέτρεξαν πρόθυμα στην ασφάλεια των κρατικών ομολόγων. Στη συνέχεια οι κεντρικές τράπεζες κατέφυγαν στην ποσοτική χαλάρωση, έναν ευφημισμό για τη δημιουργία χρήματος. Η Τράπεζα της Αγγλίας, για παράδειγμα, αγόρασε το ισοδύναμο του δημοσιονομικού ελλείμματος μιας ολόκληρης χρονιάς. Όμως σήμερα υπάρχουν ενδείξεις ότι το ενδιαφέρον των επενδυτών του ιδιωτικού τομέα για κρατικά ομόλογα κοπάζει. Οι αποδόσεις στα 10ετή αμερικανικά ομόλογα και τα αγγλικά έχουν αυξηθεί κατά μισή ποσοστιαία μονάδα από τον περασμένο Νοέμβριο.
Οι επενδυτές θα ήθελαν να δουν τις κυβερνήσεις να ανακοινώνουν ξεκάθαρους σχεδιασμούς για τον μεσοπρόθεσμο περιορισμό των δημοσιονομικών ελλειμμάτων, αποδίδοντας την έμφαση στην περικοπή των κρατικών δαπανών και όχι στην αύξηση της φορολογίας. Αλλά οι πολιτικοί ανησυχούν για την πιθανή αντίδραση των εκλογικών τους σωμάτων, χωρίς να αναφερόμαστε στο βραχυπρόθεσμο οικονομικό αντίκτυπο της δημοσιονομικής σύσφιξης, έτσι δεν θέλουν να προσδιορίσουν τις περικοπές που μπορούν να γίνουν.
Οι αγορές έχουν ήδη δοκιμάσει την ικανότητα των πιο αδύναμων κυβερνήσεων να σηκώσουν το βάρος του δημοσίου χρέους τους. Το Ντουμπάι στράφηκε για βοήθεια στον πλούσιο γείτονά του Αμπού Ντάμπι. Στην Ευρωζώνη υπάρχουν αμφιβολίες για την προθυμία της Ελλάδας να προχωρήσει στη λήψη των απαιτούμενων μέτρων λιτότητας. Τα εκλογικά σώματα δυσπιστούν για ό,τι αφορά το κόστος περιστολής των κρατικών ελλειμμάτων, ιδίως αν η κύρια επίπτωση είναι να πληρωθούν για άλλη μια φορά οι ξένοι πιστωτές. Αυτό οδηγεί σε διαμάχες όπως είναι η παρούσα διαμάχη ανάμεσα στην Ισλανδία, τη Βρετανία και την Ολλανδία σχετικά με το λογαριασμό για την αποζημίωση των καταθετών των ισλανδικών τραπεζών. Ορισμένες διαμάχες σίγουρα θα οδηγήσουν σε μεγαλύτερη αναστάτωση και ενίσχυση της αστάθειας των αγορών.
Οι επενδυτές μπορούν ίσως να νιώθουν καλύτερα με το γεγονός ότι οι τιμές των περιουσιακών στοιχείων είναι ακόμη αρκετά χαμηλά από τα ανώτερά τους, αν και αυτό δε σημαίνει ότι δεν μπορεί ξανά να πέσουν. Το ιαπωνικό χρηματιστήριο ακόμα βρίσκεται στο ένα τέταρτο των υψηλών που άγγιξε πριν 20 χρόνια και ο δείκτης NASDAQ στο ήμισυ των επιπέδων όπου βρέθηκε στις μέρες της μανίας των dotcom. Σήμερα οι τιμές πολλών περιουσιακών στοιχείων βρίσκονται ψηλά εξαιτίας των μη βιώσιμων δημοσιονομικών και νομισματικών μέτρων στήριξης της οικονομίας. Κάτι στο τέλος θα υποχωρήσει.
Sofokleous10.gr
Παρά τον περσινό πανικό, οι τιμές των περιουσιακών στοιχείων δεν έπεσαν ποτέ στα χαμηλά που σημάδεψαν άλλες καθοδικές αγορές, και η άνοδος κάνει σήμερα πολλές αγορές να δείχνουν ακριβές ξανά. Στην αμερικανική αγορά ακινήτων, όπου ξεκίνησε η κρίση, η τιμή των κατοικιών σήμερα βρίσκεται κοντά στη δίκαιη αξία στη βάση της απόδοσης ενοικίου, αλλά υπάρχει κατά 30% υπερτίμηση στη Βρετανία και κατά 50% στην Αυστραλία, το Χονγκ Κονγκ και την Ισπανία.
Τα χρηματιστήρια από την άλλη πλευρά βρίσκονται αρκετά χαμηλότερα από τα ιστορικά υψηλά τους στις περισσότερες χώρες. Οι αμερικανικές χρηματιστηριακές αγορές είναι κατά 25% χαμηλότερα από τα επίπεδα του 2007. Αλλά είναι σχεδόν 50% υπερτιμημένες με βάση τον καλύτερο μακροπρόθεσμο δείκτη που μετρά τα κέρδη σε σχέση με τον οικονομικό κύκλο.
Οι κεντρικές τράπεζες θεωρούν αυτές τις χρηματιστηριακές ανόδους ως καλοδεχούμενες παράπλευρες επιπτώσεις των πολιτικών τους. Το 2008 η πτώση στις χρηματιστηριακές αγορές είχε οδηγήσει σε έναν φαύλο κύκλο στάσεων πληρωμών και μαζικών πωλήσεων από την πλευρά των επενδυτών, ωθώντας τις τιμές των περιουσιακών στοιχείων ακόμα πιο χαμηλά. Η ανάκαμψη της αγοράς είναι απαραίτητη για τη σταθεροποίηση της οικονομίας, αλλά τώρα υπάρχει κίνδυνος να δημιουργηθούν νέες φούσκες...Πέρα από την υψηλή αποτίμηση των περιουσιακών στοιχείων, τα δύο κλασικά συμπτώματα της φούσκας είναι η ταχεία επέκταση του δανεισμού του ιδιωτικού τομέα και η έκρηξη του δημόσιου ενθουσιασμού για συγκεκριμένα περιουσιακά στοιχεία. Σήμερα τίποτα από αυτά τα δύο δεν συμβαίνει. Αλλά όσο πιο πολύ καιρό μένουν τα επιτόκια κοντά στο μηδέν, τόσο μεγαλώνει ο κίνδυνος εμφάνισης μιας νέας φούσκας – το πιθανότερο στις αναδυόμενες αγορές και στις αγορές εμπορευμάτων.
Οι κεντρικές τράπεζες έχουν αρκετά εργαλεία με τα οποία μπορούν να αποτρέψουν την ανάπτυξη μιας νέας φούσκας. Επιβάλλοντας στις τράπεζες υψηλότερες κεφαλαιακές απαιτήσεις μπορούν, για παράδειγμα, να περιορίσουν τις κερδοσκοπικές υπερβολές. Όπως υποστήριξε την περασμένη εβδομάδα ο Μπεν Μπερνάνκι, πρόεδρος της Ομοσπονδιακής Τράπεζας, η άνοδος των τιμών των αμερικανικών κατοικιών θα μπορούσε να είχε περιοριστεί μέσα από την καλύτερη ρύθμιση και εποπτεία των τραπεζών. Το πιο ισχυρό εργαλείο είναι φυσικά τα επιτόκια. Αλλά οι κεντρικές τράπεζες δεν θέλουν να χρησιμοποιήσουν τα επιτόκια για την αποτροπή της δημιουργίας μιας νέας φούσκας γιατί φοβούνται μήπως έτσι ψαλιδίσουν την ανάπτυξη. Και όσο η παγκόσμια οικονομία βρίσκεται στο παρόν εύθραυστο στάδιο, σωστά δεν θέλουν να αυξήσουν τα επιτόκια.
Αλλά ακόμη κι αν οι κυβερνήσεις κρίνουν ότι οι κίνδυνοι που ανακύπτουν από μια ενδεχόμενη αύξηση των επιτοκίων είναι προς το παρόν περισσότεροι από τους κινδύνους που ανακύπτουν από την παραμονή τους στα παρόντα ιστορικά χαμηλά, οι επενδυτές έχουν πολλούς λόγους να ανησυχούν. Το πρόβλημά τους δεν έχει να κάνει μόνο με το ότι οι αποτιμήσεις των περιουσιακών στοιχείων είναι υψηλές με βάση τα ιστορικά δεδομένα. Έχει να κάνει και με το ότι ο παρών συνδυασμός των υψηλών τιμών των περιουσιακών στοιχείων, των χαμηλών επιτοκίων και των μεγάλων δημοσιονομικών ελλειμμάτων είναι μη βιώσιμος.
Τα επιτόκια θα μείνουν χαμηλά μόνο αν η ανάπτυξη είναι αργή. Αλλά αν οι ρυθμοί ανάπτυξης επιταχυνθούν, ούτε τα κέρδη θα αυξηθούν τόσο γρήγορα ώστε να δικαιολογούν τις παρούσες τιμές των μετοχών, ούτε τα εισοδήματα θα αυξηθούν τόσο γρήγορα ώστε να δικαιολογούν το επικρατών επίπεδο των τιμών των κατοικιών. Αν, από την άλλη μεριά, οι αγορές έχουν δίκιο ως προς τις προοπτικές οικονομικής ανάπτυξης και η παρούσα ανάκαμψη είναι βιώσιμη, τότε οι κυβερνήσεις θα αντιδράσουν περικόπτοντας την προσφορά χρήματος μέσα στο 2010.
Ο πιο άμεσος κίνδυνος έχει να κάνει με τη δημοσιονομική πολιτική. Πολλές κυβερνήσεις απάντησαν τελικά στην κρίση αναλαμβάνοντας το βάρος του χρέους από τους ισολογισμούς του ιδιωτικού τομέα και μεταφέροντάς το στο δημόσιο προϋπολογισμό. Αυτό οδήγησε σε μεγάλα δημοσιονομικά ελλείμματα. Στην Αμερική και τη Βρετανία, για παράδειγμα, τα ελλείμματα έχουν ξεπεράσει το 10% του ΑΕΠ. Οι περισσότερες αναπτυγμένες χώρες έχουν καταφέρει μέχρι στιγμής να διαχειριστούν τα ελλείμματά τους με σχετική ευκολία. Στα πρώτα στάδια της κρίσης οι επενδυτές προσέτρεξαν πρόθυμα στην ασφάλεια των κρατικών ομολόγων. Στη συνέχεια οι κεντρικές τράπεζες κατέφυγαν στην ποσοτική χαλάρωση, έναν ευφημισμό για τη δημιουργία χρήματος. Η Τράπεζα της Αγγλίας, για παράδειγμα, αγόρασε το ισοδύναμο του δημοσιονομικού ελλείμματος μιας ολόκληρης χρονιάς. Όμως σήμερα υπάρχουν ενδείξεις ότι το ενδιαφέρον των επενδυτών του ιδιωτικού τομέα για κρατικά ομόλογα κοπάζει. Οι αποδόσεις στα 10ετή αμερικανικά ομόλογα και τα αγγλικά έχουν αυξηθεί κατά μισή ποσοστιαία μονάδα από τον περασμένο Νοέμβριο.
Οι επενδυτές θα ήθελαν να δουν τις κυβερνήσεις να ανακοινώνουν ξεκάθαρους σχεδιασμούς για τον μεσοπρόθεσμο περιορισμό των δημοσιονομικών ελλειμμάτων, αποδίδοντας την έμφαση στην περικοπή των κρατικών δαπανών και όχι στην αύξηση της φορολογίας. Αλλά οι πολιτικοί ανησυχούν για την πιθανή αντίδραση των εκλογικών τους σωμάτων, χωρίς να αναφερόμαστε στο βραχυπρόθεσμο οικονομικό αντίκτυπο της δημοσιονομικής σύσφιξης, έτσι δεν θέλουν να προσδιορίσουν τις περικοπές που μπορούν να γίνουν.
Οι αγορές έχουν ήδη δοκιμάσει την ικανότητα των πιο αδύναμων κυβερνήσεων να σηκώσουν το βάρος του δημοσίου χρέους τους. Το Ντουμπάι στράφηκε για βοήθεια στον πλούσιο γείτονά του Αμπού Ντάμπι. Στην Ευρωζώνη υπάρχουν αμφιβολίες για την προθυμία της Ελλάδας να προχωρήσει στη λήψη των απαιτούμενων μέτρων λιτότητας. Τα εκλογικά σώματα δυσπιστούν για ό,τι αφορά το κόστος περιστολής των κρατικών ελλειμμάτων, ιδίως αν η κύρια επίπτωση είναι να πληρωθούν για άλλη μια φορά οι ξένοι πιστωτές. Αυτό οδηγεί σε διαμάχες όπως είναι η παρούσα διαμάχη ανάμεσα στην Ισλανδία, τη Βρετανία και την Ολλανδία σχετικά με το λογαριασμό για την αποζημίωση των καταθετών των ισλανδικών τραπεζών. Ορισμένες διαμάχες σίγουρα θα οδηγήσουν σε μεγαλύτερη αναστάτωση και ενίσχυση της αστάθειας των αγορών.
Οι επενδυτές μπορούν ίσως να νιώθουν καλύτερα με το γεγονός ότι οι τιμές των περιουσιακών στοιχείων είναι ακόμη αρκετά χαμηλά από τα ανώτερά τους, αν και αυτό δε σημαίνει ότι δεν μπορεί ξανά να πέσουν. Το ιαπωνικό χρηματιστήριο ακόμα βρίσκεται στο ένα τέταρτο των υψηλών που άγγιξε πριν 20 χρόνια και ο δείκτης NASDAQ στο ήμισυ των επιπέδων όπου βρέθηκε στις μέρες της μανίας των dotcom. Σήμερα οι τιμές πολλών περιουσιακών στοιχείων βρίσκονται ψηλά εξαιτίας των μη βιώσιμων δημοσιονομικών και νομισματικών μέτρων στήριξης της οικονομίας. Κάτι στο τέλος θα υποχωρήσει.
Sofokleous10.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου