Σάββατο 23 Ιανουαρίου 2010

Ο Γιαννάκης και οι Δανειστές...

του Lupus Ec(onomicus)
(ένα παραμύθι για μικρά παιδιά)
Ήτανε λοιπόν μια ορφανή (ή καλύτερα ακέφαλη) οικογένεια με αρκετά παιδιά (πάνω από 25, άλλα έβγαζαν πολλά, άλλα λιγότερα, κάποια ήταν μεγαλύτερα και πιο ώριμα, κάποια άλλα πάλι μικρότερα και λιγότερο πειθαρχημένα). Όλα τα παιδιά, λοιπόν, είχαν αποφασίσει να ζήσουν μαζί χωρίς καμιά αντίρρηση. Για να ζούνε ήρεμη κι ευχαριστημένη ζωή, ωστόσο, είχαν υπογράψει μια συνθήκη που έλεγε ότι τα ετήσια έξοδα του καθενός δεν μπορούν (και δεν θα πρέπει) να ξεπερνούν τα έσοδά του πάνω από 3%, για να διατηρηθεί η ενότητα και η ισορροπία της οικογενείας, αφού έτσι κανένας δεν θα αισθάνεται ριγμένος ή κορόιδο. Και ζούσαν καλά και όμορφα, χωρίς προβλήματα, όσο η οικονομική συγκυρία τα' φερνε έτσι ώστε τα μικρά συννεφάκια που πάντοτε υπάρχουν σε μια οικογένεια να μην προκαλούν σοβαρούς τριγμούς.

Έλα όμως που οι συγκυρίες οι ρημάδες, συγκυρίες είναι κι αλλάζουν συνήθως χωρίς προειδοποίηση. Έτσι λοιπόν έγινε και στην οικογένειά μας. Εντάξει, παιδιά, ξανα-συμφωνούν όλοι, ας είμαστε λίγο ελαστικοί τώρα που τα πράγματα δεν πάνε πρίμα, κι όταν με το καλό ξεπεράσουμε την κρίση τα ξαναβλέπουμε. Τί τα θες, τί τα γυρεύεις, όμως, έρχεται ξαφνικά, ένα παιδί που για πολλά χρόνια έκανε σκανταλιές και δηλώνει ότι τη χρονιά που πέρασε είχε σπάσει όλα τα κοντέρ: ξεπερνώντας κάθε όριο, το παιδί αυτό είχε φτάσει στο σημείο οι ετήσιες δαπάνες του να υπερβαίνουν τα έσοδα κατά 12,8%. Καταστροφή!!!....Κι αυτό δεν ήταν το χειρότερο! Το ίδιο σκανταλιάρικο, απείθαρχο και ξοδιάρικο παιδάκι έφτασε να δηλώσει ανενδοίαστα και ανερυθρίαστα στα υπόλοιπα αδελφάκια του που δεν είχαν μπαμπά ή μαμά (όπως είπαμε) και στηρίζονταν στην αμοιβαία εμπιστοσύνη και κατανόηση μεταξύ τους, πως για πολλά χρόνια τους παρουσίαζε τα φύκια για μεταξωτές κορδέλες και οι λογαριασμοί που τους έδειχνε δεν ήταν πραγματικοί, αλλά ολίγον ή πολύ “πειραγμένοι”. Και τη μπαγαποντιά αυτή την έκανε για να μπορεί ελεύθερα κι απροβλημάτιστα να κάθεται μαζί με όλα τα άλλα παιδιά στο ίδιο τραπέζι και να τρώει το φαγάκι που σέρβιραν στο πιάτο του και που έβγαινε από τα χρήματα που έβαζαν στον κοινό κορβανά όλα τα παιδάκια που είχαν περίσσευμα από τις δουλειές τους...

Μιά και δυό, που λέτε, τί να κάνει το “κακό” παιδί, πάει να βρει τα λεφτά που του λείπουν για να καλύψει την τρύπα του εκεί που το’χε συνήθειο να πηγαίνει κάθε φορά που τού λειπαν λεφτά: στους (ώξο από δω του καπιταλισμού, δηλαδή στους) δανειστές. Φρίκη...

Εκείνοι, όμως, μαθημένοι για τη διαγωγή του, του λένε στα μούτρα (μιάς και δεν έχουν το πρόβλημα αυτοί, αφού για να δανειστούν υπάρχουν πολλά παιδάκια, άλλα άτακτα κι απείθαρχα, άλλα τακτικά και πειθαρχημένα, άλλα που λένε ψέμματα πολλά, άλλα που λένε λιγότερα, ενώ για να δανείσουν υπάρχουν λίγοι και συγκεκριμένοι) ορθά κοφτά:

“Άκου να δεις Γιαννάκη παιδί μου (ή Γιάννα μου, για να μην παρεξηγηθούμε), σε φροντίζουμε χρόνια τώρα, γιατί ξέρουμε το πρόβλημα και την εξάρτησή σου, αλλά για να σου δανείσουμε τώρα πια τα λεφτά που μας ζητάς, θα πρέπει, μέχρι να μας αποδείξεις ότι μπορείς να φέρεις τα πράγματα σε λογαριασμό, να μας πληρώνεις τόκο 3% παραπάνω από τον Hans (ή τη Gretel, για να μην παρεξηγηθούμε) που δεν τον φοβόμαστε και τόσο πολύ (ή δεν έχει τόση κωλοπιλάλα, για να καταλαβαινόμαστε). Γιατί Γιαννάκη, παιδί μου, βλέπεις, το ασφάλιστρο κινδύνου έναντι της χρεωκοπίας σου είναι πολλές φορές ψηλότερο όχι μόνο από του αδελφού σου του Gianni που κουβαλάει τα ίδια περίπου μυαλά με σένα, αλλά είναι πολύ παραγωγικότερος, αλλά ακόμη κι από του εξαδέλφου σου του Janis του Λιθουανού, του Janos του Ούγγρου, του Iancu του Ρουμάνου, ή και του Yahya του Τούρκου, που την είσοδό του στο στενό κύκλο της οικογένειας τη βλέπει ακόμη με το κιάλι.”

“Μα” ενίσταται ο Γιάννος ο λεβέντης, “εγώ τις προάλλες υπέβαλα πρόγραμμα στην οικογένεια με στάμπες και με βούλες που δείχνει ότι σε τρία τέρμινα θα το έχω ξεπεράσει το πρόβλημά μου. Δήλωσα πως θ’ αυξήσω (στην κρίση επάνω, και καλά) τα έσοδά μου (πουλώντας και κάποια ασημικά που μου έχουν απομείνει) παρά το γεγονός ότι η παραγωγικότητά μου αποκλίνει διαρκώς από τον μέσο όρο των αδελφών μου, έ, και θα μειώσω και λιγουλάκι τις δαπανούλες μου, 2 προς 1 η δουλίτσα και θα τη σκαπουλάρω... Και το δέχτηκε... κύριοι δανειστές, ακούτε, το δέχτηκε η ίδια η οικογένεια, κι εσείς μου λέτε τώρα κουκουρούκου;”

“Γιαννάκη μου γλυκέ, αγαπημένε και παραχαϊδεμένε, μας φαίνεται πως ή δεν θέλεις, ή δεν μπορείς να καταλάβεις -ή και τα δύο μαζί και ταυτοχρόνως”, ανταπαντούν με τη σειρά τους οι δανειστές με επικεφαλής τον Σκρούτζ Πόλσον (ας πούμε).
“Επειδή εμείς, Johnny boy, δεν μασάμε κουτόχορτο, και ξέρουμε πως όταν σου λείπουν τα όβολα, τις δαπανούλες μειώνεις πρώτα, και μετά αυξάνεις τα εσοδάκια, αναμένουμε στο ακουστικό μας για τα περαιτέρω. Μέχρι νεωτέρας λοιπόν, εμείς χρεώνουμε αυτά που χρεώνουμε, κι άμα δεν μας προτιμήσεις να πας να εκδόσεις εθνικά, ή λαϊκά ομόλογα. Κατάλαβες Γιαννάκη;”
Ταύτα και μένω. Επί του παρόντος (βεβαίως).
http://www.protagon.gr/Default.aspx?tabid=70&smid=382&ArticleID=1239&reftab=61&t=Ο-Γιαννάκης-και-οι-Δανειστές...

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Share |

LinkWithin

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...
Related Posts with Thumbnails