Υπάρχουν λίγα μέρη στην Ευρώπη, όπως η Χερσόνησος στην Κρήτη, όπου κάθε καλοκαίρι τα βορειοευρωπαϊκά οιστρογόνα ξεκινούν έναν βρόμικο πόλεμο με τις μπουνταλάδικες εγχώριες τεστοστερόνες, δημιουργώντας ένα πελώριο εργοστάσιο παραγωγής άτσαλου ερωτισμού.
Μια παραμορφωμένη βλέννα λαγνείας, τεχνητού πάθους και φτηνής καύλας κολλάει κάθε νύχτα στα σοκάκια της Χερσονήσου και υπόσχεται ρεφενέ παρτουζίτσες με ελεύθερη είσοδο στους αφελείς.
Η μυθολογία της παρτούζας, εδώ και δεκαετίες καταδυναστεύει κάθε ανδρικό εγκέφαλο που γεννιέται σε ακτίνα τουλάχιστον 80 χιλιομέτρων από τη Χερσόνησσο, και ανδρώνεται με κάτι φανταστικές μυθοπλασίες για ανείπωτα όργια με Σουηδέζες νεράιδες που ξύνονται, γλείφονται και τρίβονται όλες μαζί τις καλοκαιρινές νύχτες με αποκλειστικό σκοπό να προσφέρουν χαρά στα green Boys της κρητικής υπαίθρου που παρατάνε τους αγρούς και τρέχουν κατά πάνω τους με έντονο πριαπισμό.
Ο Γκόγκος είχε μεγαλώσει με τέτοιες συνταρακτικές ιστορίες. Το χωριό του παππού του, το Πισκοπιανό, βρισκόταν δίπλα στον «κόλυμπο τση μαγαρισάς», όπως χαρακτήριζε η γιαγιά του τη Χερσόνησο, και ο Γκόγκος είχε αποφασίσει από μικρός να εξαντλήσει όποιες πιθανότητες είχε να βιώσει τα ύστερα του κόσμου. Τα ξυσίματα και τα γλειψίματα που άκουγε από πιτσιρικάς του είχαν κάνει το μυαλό σορμπέ, το οποίο και αποφάσισε να βγάλει από το ψυγείο το καλοκαίρι που τελείωσε το Λύκειο και να το σερβίρει σε οποιαδήποτε αλλοδαπή αποφάσιζε να πιάσει πρώτη το κουταλάκι και να κατασπαράξει το ψιλόλιγνο μαυριδερό του κορμί, τα πράσινα μάτια και τη χαίτη των Duran Duran στο πίσω μέρος του κρανίου του....Το Τσουπ Τσουπ, το μικρό μπαρ του Παραντάιζ Χοτέλ που έπιασε δουλειά αρχές Ιουνίου, ήταν το πρώτο βήμα προς την ερωτική σοκολασία. Οι εποχές τότε ήταν καλές. Τέλη του '80 ο πλανήτης ψαχνόταν ν' απαλλαγεί από τις βάτες της «Δυναστείας» και τις δαντελωτές κιλότες της Αλέξις Κόλμπι. Η μικρή κωμόπολη των 5.000 κατοίκων το καλοκαίρι εικοσαπλασίαζε εύκολα τον πληθυσμό της, κυρίως με αποτριχωμένα μπικίνια σκανδιναβικής κατασκευής, και η προοπτική να βρεθείς ξημερώματα στα πατώματα οποιουδήποτε μπιτς μπαρ χωρίς να προλάβεις καν να βγάλεις το προφυλακτικό από τις κάλτσες σου ήταν πολύ μεγάλη.
Ο Γκόγκος αδημονούσε και η αδημονία του σχημάτιζε πανάδες κάτω απ' τα αυτιά. Δούλευε ήδη μια εβδομάδα ως μπάρμαν σ' ένα στρατηγικής σημασίας μπαρ πάνω στην παραλία και δεν είχε καταφέρει ούτε καν να μυρίσει την καβαλίνα της φοράδας. Τα μάτια του έβλεπαν τα εκτυφλωτικά στράπλες αραδιασμένα στη σειρά και το μυαλό του έκανε τυφλωτικές ξάπλες αρνούμενο να συμφιλιωθεί με την ιδέα ότι έπρεπε να διασπάσει τόνους εξατμισμένου αντηλιακού στην ατμόσφαιρα, να πλησιάσει την πρώτη σεζλόνγκ που έβλεπε και να πει «Hi» σε κάποια αφυδατωμένη πλάτη.
Ντρεπόταν. Για την ακρίβεια δεν ντρεπόταν ακριβώς, απλώς δεν είχε το απαραίτητο θράσος να χωθεί στη βασιλόπιτα με τον τρόπο που επιτάσσουν τα άγρια ένστικτα του Έλληνα κάμακλα. Η ευαισθησία μπορεί να είναι σοβαρό προσόν στον έρωτα, αλλά στο one night stand είναι η απόλυτη τραγωδία. Η φράση «δείξε μου τα βυζιά σου» είναι ένας πυροβολισμός που ακούγεται -και συμβαίνει- μετά από τέσσερα σφηνάκια νοθευμένης τεκίλας και όχι μετά από σινεμά, φαγητό, ελαφριά τζαζ και γαλλικό κρασί.
Ο Γκόγκος περίμενε να βρει πράγματα που δεν υπάρχουν. Όπως ας πούμε μια ευλύγιστη, ευαίσθητη, ευπροσάρμοστη και ευσυνείδητη φυσική ξανθιά 30άρα, η οποία θα τον πάρει απ' το χέρι, θα του απαγγείλει Λόρκα και θα τον βουτήξει σαν ταμπόν βαθιά μέσα στον κόλπο της. Ολόκληρο.
Από την πρώτη εβδομάδα άρχισε να συνειδητοποιεί ότι το σύστημα του τουριστικού έρωτα δεν λειτουργούσε όπως ακριβώς το είχε φανταστεί.
Τη δεύτερη εβδομάδα μόλις και μετά βίας κατάφερνε να καταπολεμήσει την κατάθλιψη από την προηγούμενή του ανακάλυψη και την τρίτη εβδομάδα, αργά το απόγευμα της Δευτέρας, έσκασαν μύτη στο ξενοδοχείο η Γκίζελα, η Σιμόν και η Τζουλιέτα. Με πολλά χαμόγελα και ελάχιστα ρούχα. Τοποθέτησαν έξι εκπληκτικά βυζιά πάνω στην μπάρα του Τσουπ Τσουπ και παράγγειλαν ρουμ σέρβις. Τρεις μαργαρίτες ροδάκινο.
Τη στιγμή που ο Γκόγκος ετοιμαζόταν να πάει τα ποτά στο δωμάτιο, κι ενώ τα έμβολα της λίμπιντο είχαν ήδη ξεκαλουπώσει τις βασικές δομές της λογικής του, εμφανίστηκε από την παραλία ένας πανικόβλητος τουριστικός πράκτορας, ο οποίος σε σπασμένα ελληνικά τον παρακάλεσε να ειδοποιήσει προσωπικά την κυρία Σιμόν Γκούντρουμερ από το 117 να έρθει αμέσως να τον συναντήσει στο μπαρ. Ο αδερφός της είχε δολοφονηθεί άγρια στη Στοκχόλμη και η κυρία έπρεπε να αναχωρήσει άμεσα για την πατρίδα της.
Ο Γκόγκος συνειδητοποίησε ότι το 117 ήταν το δωμάτιο με τις τρεις ολοκαίνουργιες αφίξεις στο οποίο ετοιμαζόταν να πάει τα ποτά κι έτσι σε λιγότερο από 20 δευτερόλεπτα χτυπούσε τρομοκρατημένος την πόρτα με 3 μαργαρίτες στα χέρια και μια τεράστια μαραμένη έκφραση στο πρόσωπο.
Αυτό που αντίκρισε, αρχικά του νέκρωσε τον εγκέφαλο. Διάφορα αυτοκινούμενα πίξελ από μια βρεγμένη, γυμνή πανύψηλη Σουηδέζα μ' ένα τεράστιο χαμόγελο συνέθεσαν ένα φωτεινό σύμπαν στο οπτικό του πεδίο, το οποίο ο Γκόγκος από την πρώτη στιγμή αρνήθηκε ν' αντιμετωπίσει με ρεαλισμό. Έκλεισε τα μάτια και κράτησε την αναπνοή του. Η ψυχή του βούρκωσε από την ιερή συγκίνηση των εραστών της θερινής περιόδου και ταυτόχρονα αισθάνθηκε τον θυρεοειδή του να τεντώνεται σαν χορδή υπερφυσικού τσέλου.
Ενώ στεκόταν σαν τοτέμ στο άνοιγμα της πόρτας, τα αυτοκινούμενα πίξελ τον αγκάλιασαν και χωρίς αναστολές του έσκασαν ένα παιχνιδιάρικο φιλί στο στόμα. Έπειτα τον τράβηξαν προς το βάθος του δωματίου, στο μπάνιο, όπου οι υπόλοιπες 2 νεράιδες των Νιμπελούγκεν τρίβονταν και ξύνονταν αφρισμένες μέσα σ' ένα ονειρικό σύστημα από υδρατμούς.
Όπως ακριβώς στα παιδικά του όνειρα.
Με μια βαθιά μυσταγωγική συστολή σηκώθηκαν και τον αγκάλιασαν όλες μαζί, προσπαθώντας ταυτόχρονα να του βγάλουν την μπλούζα.
- Ποια είναι η Σιμόν; Ψέλισε ξέπνοα ο Γκόγκος περιστοιχισμένος από ένα σύμπλεγμα δραστήριων χεριών.
- Εγώ. Απάντησε η κοπέλα που του είχε ανοίξει την πόρτα, τραβώντας απαλά το μανίκι της μπλούζας του.
- Εεε... λοιπόν... Σιμόν άκου. Πρέπει να πας στο μπαρ... εε κάτι πρέπει να σου πουν κάποιος, που εεε...
- Τώρα δεν θέλω ν' ακούσω κανέναν. Θέλω μόνο να βγάλεις την μπλούζα σου. Τον έκοψε εκείνη ελαφρώς επιτακτικά.
- Eεε... ξέρεις κάτι που... κάποιος συμβαίνει κάποιο πράγμα, που εσύ είναι...
- Κοίτα, μην ταράζεσαι τόσο, μπες στην μπανιέρα μαζί μας και άσε τα πράγματα να συμβαίνουν, οk;
Για κάποιο λόγο ο Γκόγκος σκέφτηκε -μ' αυτήν τη σειρά- τον τουριστικό πράκτορα που περίμενε στο μπαρ, μια βιντεοκασέτα με την Μπο Ντέρεκ που είχε δει πρόσφατα, τη γιαγιά του, ένα ανοιγμένο καπάκι κόκα κόλα και τον αδερφό της στο ψυγείο κάποιου νεκροτομείου στα προάστια της Στοκχόλμης. Μια ανώφελη κοινωνική αλληλεγγύη πανευρωπαϊκών διαστάσεων τον διαπέρασε σε κλάσματα του δευτερολέπτου. Της έπιασε το χέρι από τον καρπό και με όση αποφασιστικότητα βρήκε εκεί γύρω μουρμούρισε.
- Πρέπει να πας στο μπαρ. Σε περιμένει κάποιος.
- Εε, ποιος λοιπόν; Ρώτησε εκείνη δύσθυμα.
- Ε... ένας τουριστικός πράκτορας.
Εκείνη τον κοίταξε αναστενάζοντας.
- Γαμώτο, είναι ο μαλάκας για την εκδρομή στη Σαντορίνη. Αναστέναξε ακόμα μια φορά.
- Οk! Θα πάω, αλλά όταν επιστρέψω θέλω να σε βρω μέσα στην μπανιέρα με την Γκίζελα και την Τζουλιέτ. Εντάξει;
Φόρεσε το μπουρνούζι της, του έγλειψε το αυτί και έφυγε ξυπόλυτη απ' το δωμάτιο.
Από το βιβλίο «Φάδερ Ημών» του Μάνου Βουράκη. Κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ωκεανίδα. http://ventemakreta.blogspot.com/2010/07/blog-post_22.html
Μια παραμορφωμένη βλέννα λαγνείας, τεχνητού πάθους και φτηνής καύλας κολλάει κάθε νύχτα στα σοκάκια της Χερσονήσου και υπόσχεται ρεφενέ παρτουζίτσες με ελεύθερη είσοδο στους αφελείς.
Η μυθολογία της παρτούζας, εδώ και δεκαετίες καταδυναστεύει κάθε ανδρικό εγκέφαλο που γεννιέται σε ακτίνα τουλάχιστον 80 χιλιομέτρων από τη Χερσόνησσο, και ανδρώνεται με κάτι φανταστικές μυθοπλασίες για ανείπωτα όργια με Σουηδέζες νεράιδες που ξύνονται, γλείφονται και τρίβονται όλες μαζί τις καλοκαιρινές νύχτες με αποκλειστικό σκοπό να προσφέρουν χαρά στα green Boys της κρητικής υπαίθρου που παρατάνε τους αγρούς και τρέχουν κατά πάνω τους με έντονο πριαπισμό.
Ο Γκόγκος είχε μεγαλώσει με τέτοιες συνταρακτικές ιστορίες. Το χωριό του παππού του, το Πισκοπιανό, βρισκόταν δίπλα στον «κόλυμπο τση μαγαρισάς», όπως χαρακτήριζε η γιαγιά του τη Χερσόνησο, και ο Γκόγκος είχε αποφασίσει από μικρός να εξαντλήσει όποιες πιθανότητες είχε να βιώσει τα ύστερα του κόσμου. Τα ξυσίματα και τα γλειψίματα που άκουγε από πιτσιρικάς του είχαν κάνει το μυαλό σορμπέ, το οποίο και αποφάσισε να βγάλει από το ψυγείο το καλοκαίρι που τελείωσε το Λύκειο και να το σερβίρει σε οποιαδήποτε αλλοδαπή αποφάσιζε να πιάσει πρώτη το κουταλάκι και να κατασπαράξει το ψιλόλιγνο μαυριδερό του κορμί, τα πράσινα μάτια και τη χαίτη των Duran Duran στο πίσω μέρος του κρανίου του....Το Τσουπ Τσουπ, το μικρό μπαρ του Παραντάιζ Χοτέλ που έπιασε δουλειά αρχές Ιουνίου, ήταν το πρώτο βήμα προς την ερωτική σοκολασία. Οι εποχές τότε ήταν καλές. Τέλη του '80 ο πλανήτης ψαχνόταν ν' απαλλαγεί από τις βάτες της «Δυναστείας» και τις δαντελωτές κιλότες της Αλέξις Κόλμπι. Η μικρή κωμόπολη των 5.000 κατοίκων το καλοκαίρι εικοσαπλασίαζε εύκολα τον πληθυσμό της, κυρίως με αποτριχωμένα μπικίνια σκανδιναβικής κατασκευής, και η προοπτική να βρεθείς ξημερώματα στα πατώματα οποιουδήποτε μπιτς μπαρ χωρίς να προλάβεις καν να βγάλεις το προφυλακτικό από τις κάλτσες σου ήταν πολύ μεγάλη.
Ο Γκόγκος αδημονούσε και η αδημονία του σχημάτιζε πανάδες κάτω απ' τα αυτιά. Δούλευε ήδη μια εβδομάδα ως μπάρμαν σ' ένα στρατηγικής σημασίας μπαρ πάνω στην παραλία και δεν είχε καταφέρει ούτε καν να μυρίσει την καβαλίνα της φοράδας. Τα μάτια του έβλεπαν τα εκτυφλωτικά στράπλες αραδιασμένα στη σειρά και το μυαλό του έκανε τυφλωτικές ξάπλες αρνούμενο να συμφιλιωθεί με την ιδέα ότι έπρεπε να διασπάσει τόνους εξατμισμένου αντηλιακού στην ατμόσφαιρα, να πλησιάσει την πρώτη σεζλόνγκ που έβλεπε και να πει «Hi» σε κάποια αφυδατωμένη πλάτη.
Ντρεπόταν. Για την ακρίβεια δεν ντρεπόταν ακριβώς, απλώς δεν είχε το απαραίτητο θράσος να χωθεί στη βασιλόπιτα με τον τρόπο που επιτάσσουν τα άγρια ένστικτα του Έλληνα κάμακλα. Η ευαισθησία μπορεί να είναι σοβαρό προσόν στον έρωτα, αλλά στο one night stand είναι η απόλυτη τραγωδία. Η φράση «δείξε μου τα βυζιά σου» είναι ένας πυροβολισμός που ακούγεται -και συμβαίνει- μετά από τέσσερα σφηνάκια νοθευμένης τεκίλας και όχι μετά από σινεμά, φαγητό, ελαφριά τζαζ και γαλλικό κρασί.
Ο Γκόγκος περίμενε να βρει πράγματα που δεν υπάρχουν. Όπως ας πούμε μια ευλύγιστη, ευαίσθητη, ευπροσάρμοστη και ευσυνείδητη φυσική ξανθιά 30άρα, η οποία θα τον πάρει απ' το χέρι, θα του απαγγείλει Λόρκα και θα τον βουτήξει σαν ταμπόν βαθιά μέσα στον κόλπο της. Ολόκληρο.
Από την πρώτη εβδομάδα άρχισε να συνειδητοποιεί ότι το σύστημα του τουριστικού έρωτα δεν λειτουργούσε όπως ακριβώς το είχε φανταστεί.
Τη δεύτερη εβδομάδα μόλις και μετά βίας κατάφερνε να καταπολεμήσει την κατάθλιψη από την προηγούμενή του ανακάλυψη και την τρίτη εβδομάδα, αργά το απόγευμα της Δευτέρας, έσκασαν μύτη στο ξενοδοχείο η Γκίζελα, η Σιμόν και η Τζουλιέτα. Με πολλά χαμόγελα και ελάχιστα ρούχα. Τοποθέτησαν έξι εκπληκτικά βυζιά πάνω στην μπάρα του Τσουπ Τσουπ και παράγγειλαν ρουμ σέρβις. Τρεις μαργαρίτες ροδάκινο.
Τη στιγμή που ο Γκόγκος ετοιμαζόταν να πάει τα ποτά στο δωμάτιο, κι ενώ τα έμβολα της λίμπιντο είχαν ήδη ξεκαλουπώσει τις βασικές δομές της λογικής του, εμφανίστηκε από την παραλία ένας πανικόβλητος τουριστικός πράκτορας, ο οποίος σε σπασμένα ελληνικά τον παρακάλεσε να ειδοποιήσει προσωπικά την κυρία Σιμόν Γκούντρουμερ από το 117 να έρθει αμέσως να τον συναντήσει στο μπαρ. Ο αδερφός της είχε δολοφονηθεί άγρια στη Στοκχόλμη και η κυρία έπρεπε να αναχωρήσει άμεσα για την πατρίδα της.
Ο Γκόγκος συνειδητοποίησε ότι το 117 ήταν το δωμάτιο με τις τρεις ολοκαίνουργιες αφίξεις στο οποίο ετοιμαζόταν να πάει τα ποτά κι έτσι σε λιγότερο από 20 δευτερόλεπτα χτυπούσε τρομοκρατημένος την πόρτα με 3 μαργαρίτες στα χέρια και μια τεράστια μαραμένη έκφραση στο πρόσωπο.
Αυτό που αντίκρισε, αρχικά του νέκρωσε τον εγκέφαλο. Διάφορα αυτοκινούμενα πίξελ από μια βρεγμένη, γυμνή πανύψηλη Σουηδέζα μ' ένα τεράστιο χαμόγελο συνέθεσαν ένα φωτεινό σύμπαν στο οπτικό του πεδίο, το οποίο ο Γκόγκος από την πρώτη στιγμή αρνήθηκε ν' αντιμετωπίσει με ρεαλισμό. Έκλεισε τα μάτια και κράτησε την αναπνοή του. Η ψυχή του βούρκωσε από την ιερή συγκίνηση των εραστών της θερινής περιόδου και ταυτόχρονα αισθάνθηκε τον θυρεοειδή του να τεντώνεται σαν χορδή υπερφυσικού τσέλου.
Ενώ στεκόταν σαν τοτέμ στο άνοιγμα της πόρτας, τα αυτοκινούμενα πίξελ τον αγκάλιασαν και χωρίς αναστολές του έσκασαν ένα παιχνιδιάρικο φιλί στο στόμα. Έπειτα τον τράβηξαν προς το βάθος του δωματίου, στο μπάνιο, όπου οι υπόλοιπες 2 νεράιδες των Νιμπελούγκεν τρίβονταν και ξύνονταν αφρισμένες μέσα σ' ένα ονειρικό σύστημα από υδρατμούς.
Όπως ακριβώς στα παιδικά του όνειρα.
Με μια βαθιά μυσταγωγική συστολή σηκώθηκαν και τον αγκάλιασαν όλες μαζί, προσπαθώντας ταυτόχρονα να του βγάλουν την μπλούζα.
- Ποια είναι η Σιμόν; Ψέλισε ξέπνοα ο Γκόγκος περιστοιχισμένος από ένα σύμπλεγμα δραστήριων χεριών.
- Εγώ. Απάντησε η κοπέλα που του είχε ανοίξει την πόρτα, τραβώντας απαλά το μανίκι της μπλούζας του.
- Εεε... λοιπόν... Σιμόν άκου. Πρέπει να πας στο μπαρ... εε κάτι πρέπει να σου πουν κάποιος, που εεε...
- Τώρα δεν θέλω ν' ακούσω κανέναν. Θέλω μόνο να βγάλεις την μπλούζα σου. Τον έκοψε εκείνη ελαφρώς επιτακτικά.
- Eεε... ξέρεις κάτι που... κάποιος συμβαίνει κάποιο πράγμα, που εσύ είναι...
- Κοίτα, μην ταράζεσαι τόσο, μπες στην μπανιέρα μαζί μας και άσε τα πράγματα να συμβαίνουν, οk;
Για κάποιο λόγο ο Γκόγκος σκέφτηκε -μ' αυτήν τη σειρά- τον τουριστικό πράκτορα που περίμενε στο μπαρ, μια βιντεοκασέτα με την Μπο Ντέρεκ που είχε δει πρόσφατα, τη γιαγιά του, ένα ανοιγμένο καπάκι κόκα κόλα και τον αδερφό της στο ψυγείο κάποιου νεκροτομείου στα προάστια της Στοκχόλμης. Μια ανώφελη κοινωνική αλληλεγγύη πανευρωπαϊκών διαστάσεων τον διαπέρασε σε κλάσματα του δευτερολέπτου. Της έπιασε το χέρι από τον καρπό και με όση αποφασιστικότητα βρήκε εκεί γύρω μουρμούρισε.
- Πρέπει να πας στο μπαρ. Σε περιμένει κάποιος.
- Εε, ποιος λοιπόν; Ρώτησε εκείνη δύσθυμα.
- Ε... ένας τουριστικός πράκτορας.
Εκείνη τον κοίταξε αναστενάζοντας.
- Γαμώτο, είναι ο μαλάκας για την εκδρομή στη Σαντορίνη. Αναστέναξε ακόμα μια φορά.
- Οk! Θα πάω, αλλά όταν επιστρέψω θέλω να σε βρω μέσα στην μπανιέρα με την Γκίζελα και την Τζουλιέτ. Εντάξει;
Φόρεσε το μπουρνούζι της, του έγλειψε το αυτί και έφυγε ξυπόλυτη απ' το δωμάτιο.
Από το βιβλίο «Φάδερ Ημών» του Μάνου Βουράκη. Κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ωκεανίδα. http://ventemakreta.blogspot.com/2010/07/blog-post_22.html
2 σχόλια:
Οπου "κόλυμπο τση μαγαρισάς" συμπληρώστε: "κοπρόλακκος" της "ενωμένης" ευρώπης.
Shame του πάλαι ποτέ υπερήφανου Κρητικού... άμα τον βρείτε να μου τον δείξετε.
Πονάει η αλήθεια... πάντα.:(
Αν πράγματι αυμβαίνουν όλα αυτά...ντρέπομαι που μάλλον ζω και εγώ δίπλα σε ένα 'κοπρόλακκο¨"... ντροπή μας... σς όλους τους νεοέλληνες και ειδικά στους Κρητικούς... κρίμα, ειλικρινά λυπάμαι...
Δημοσίευση σχολίου