Τετάρτη 21 Ιουλίου 2010

Οι σημερινοί Κεϋνσιανοί δεν διδάχθηκαν τίποτα


Για όσους άρχισαν να ασχολούνται με τη σκυθρωπή επιστήμη των οικονομικών στα τέλη της δεκαετίας του 1970 και στις αρχές του 1980, η σημερινή συζήτηση σχετικά με την δημοσιονομική πολιτική στο δυτικό κόσμο προκαλεί κατάθλιψη.

Λέγεται ότι οι Βουρβόνοι δεν ξεχνούν τίποτα και δεν διδάσκονται τίποτα. Το ίδιο ισχύει για ορισμένους από τους σημερινούς ύστερους Κεϋνσιανούς. Δεν μπορούν να ξεχάσουν τα πολιτικά σφάλματα που έγιναν στις Ηνωμένες Πολιτείες κατά τη δεκαετία του 30. Αλλά δεν δείχνουν να διδάσκονται τίποτα από το σύνολο της οικονομικής θεωρίας που κατατέθηκε μετά τη δημοσίευση της βίβλου τους, της Γενικής Θεωρίας της Απασχόλησης, των Επιτοκίων και του Χρήματος του Κέινς, το 1936.

Σχηματικά η συζήτηση έχει ως εξής: οι Κεϋνσιανοί, στοιχειωμένοι από το φάσμα του Χέρμπερτ Χούβερ, προειδοποιούν ότι η Αμερική ξανά βρίσκεται στο χείλος μιας Μεγάλης Ύφεσης. Η οποία αναμφίβολα θα έρθει, υποστηρίζουν, σε περίπτωση που προχωρήσουμε σε πρόωρη σύσφιξη της δημοσιονομικής πολιτικής. Αυτό ήταν το λάθος που έκανε ο Ρούσβελτ μετά τις εκλογές του 1936. Χρειαζόμαστε περαιτέρω δημοσιονομικά μέτρα τόνωσης της οικονομίας....Οι αντι - Κεϋνσιανοί απαντούν ότι η αμερικανική δημοσιονομική πολιτική έχει ήδη καταστεί μη βιώσιμη. Καθώς το έλλειμμα ξεπερνά το 10% του ΑΕΠ, η Υπηρεσία Προϋπολογισμού του Κογκρέσου προειδοποιεί ότι σύμφωνα με το Εναλλακτικό Δημοσιονομικό της Σενάριο – το πιο πιθανό από τα δύο σενάρια που δημοσίευσε – το ομοσπονδιακό χρέος θα αυξηθεί από 62% του ΑΕΠ φέτος σε άνω του 90% το 2021. Σε ένα σημαντικό άρθρο τους που δημοσίευσαν πέρσι, η Κάρμεν Ράινχαρτ και ο Κένεθ Ρογκόφ προειδοποιούν ότι όταν το δημόσιο χρέος ξεπεράσει το 90% του ΑΕΠ οδηγεί σε χαμηλότερη ανάπτυξη και υψηλότερο πληθωρισμό.

Οι Κεϋνσιανοί απαντούν υποδεικνύοντας τις αποδόσεις των 10ετών ομολόγων που είναι γύρω στο 3%: δεν υπάρχουν ενδείξεις πληθωριστικών φόβων, λένε!. Οι αντι - Κεϋνσιανοί σημειώνουν πως το ξεπούλημα στις αγορές ομολόγων σπανίως συντελείται βαθμιαία. Χρειάζεται μόνο μια κακή είδηση σε μια δεδομένη στιγμή – μια υποβάθμιση της πιστοληπτικής αξιολόγησης, για παράδειγμα – για να προκαλέσει ένα ξεπούλημα. Και οι επενδυτές δεν φοβούνται απλά και μόνο για πληθωρισμό. Οι ξένοι κάτοχοι αμερικανικών ομολόγων – που κρατούν το 47% του συνόλου ομολόγων που κυκλοφορούν δημόσια – ανησυχούν και για το ενδεχόμενο μιας μελλοντικής στάσης πληρωμών.

Οι Κεϋνσιανοί υποστηρίζουν ότι οι ‘εκδικητές των αγορών ομολόγων’ είναι μυθικά όντα. Οι αντι - Κεϋνσιανοί (και πρωτίστως ο καθηγητής οικονομικών του Χάρβαρντ Ρόμπερτ Μπάρο) λέει ότι ο πραγματικός μύθος είναι ο κεϋνσιανός πολλαπλασιαστής, στη βάση του οποίου τα δημοσιονομικά μέτρα τόνωσης της οικονομίας υποτίθεται ότι μετατρέπονται σε πολλαπλάσια ενίσχυση της συνολικής ζήτησης. Συμβαίνει το αντίθετο: τα υπερμεγέθη ελλείμματα διαβρώνουν την επιχειρηματική εμπιστοσύνη, και όχι μόνον επειδή συνεπάγονται μια μελλοντική αύξηση της φορολογίας.

Και έτσι η διαμάχη συνεχίζεται προς μεγάλη ευχαρίστηση των οικονομικών μέσων ενημέρωσης που ψάχνουν ειδήσεις μέσα στο κατακαλόκαιρο.

Από μια άποψη βέβαια δεν πρόκειται για διένεξη που αφορά τα οικονομικά, αλλά την ιστορία.

Όταν ο Ρούσβελτ έγινε πρόεδρος το 1933 το αμερικανικό έλλειμμα έφτανε ήδη στο 4.7% του ΑΕΠ. Αυξήθηκε σε 5.6% το 1934. Το ομοσπονδιακό χρέος, όμως είχε αυξηθεί πολύ λίγο – από 40% σε 45% του ΑΕΠ – πριν το ξέσπασμα του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου. Μπαίνοντας στον πόλεμο οι ΗΠΑ και οι άλλες χώρες που συμμετείχαν σε αυτόν προχώρησαν σε μεγάλες δημοσιονομικές επεκτάσεις σαν και αυτές που έχουμε από το 2007 και μετά. Επομένως αυτό που γίνεται σήμερα έχει λιγότερο να κάνει με τη δεκαετία του 1930 και περισσότερο με τη δεκαετία του 1940: έχουμε μια δημόσια χρηματοδότηση πολεμικών διαστάσεων χωρίς να έχουμε πόλεμο.

Αλλά οι διαφορές ανάμεσα στο τότε και το τώρα είναι πολύ μεγάλες. Καταρχήν οι ΗΠΑ χρηματοδοτούσαν τα μεγάλα πολεμικά ελλείμματά τους μέσω των εγχώριων καταθέσεων και των πωλήσεων ‘πολεμικών ομολόγων’. Δεύτερον, οι οικονομίες του πολέμου ήταν κατά βάση κλειστές, έτσι δεν υπήρχε διαρροή των επεκτατικών δημοσιονομικών μέτρων. Τρίτον, οι οικονομίες του πολέμου λειτουργούσαν με το σύνολο του παραγωγικού δυναμικού τους και είχαν επιβληθεί πολλαπλοί τύποι ελέγχου στον ιδιωτικό τομέα για την αποτροπή της εμφάνισης πληθωρισμού.

Τα σημερινά – πολεμικών διαστάσεων – ελλείμματα, ωστόσο, αναπτύσσονται σε μια συγκυρία όπου οι Ηνωμένες Πολιτείες εξαρτώνται κατά βάση από ξένους πιστωτές, μεταξύ αυτών και την ενισχυόμενη στρατηγική αντίπαλό τους Κίνα, που κατέχει το 11% των αμερικανικών ομολόγων. Δεύτερον, σε ένα διεθνές πλαίσιο ανοικτών οικονομιών σαν το σημερινό, τα αμερικανικά επεκτατικά μέτρα μπορεί να καταλήξουν να ευεργετούν τους Κινέζους εξαγωγείς. Και τρίτον, σε μια συγκυρία που η οικονομία λειτουργεί αρκετά κάτω του παραγωγικού δυναμικού της, πιο μεγάλη απειλή από τον πληθωρισμό είναι ο αποπληθωρισμός.

Για ένα τέτοιο συνδυασμό έχουμε ιστορικά προηγούμενα; Σαφώς. Πολύ πριν τη γέννηση του Κέινς, οι αδύναμες κυβερνήσεις της Λατινικής Αμερικής, από την Αργεντινή ως τη Βενεζουέλα, πειραματίζονταν με μεγάλα ελλείμματα εν καιρώ ειρήνης προκειμένου να αποφύγουν κάποιες σκληρές επιλογές. Τα πειράματα αυτά κατέληξαν με δύο τρόπους: με ζημιές των ξένων πιστωτών μέσω της στάσης πληρωμών ή με ζημιές των εγχώριων πιστωτών μέσω του πληθωρισμού. Απλά όταν οι ρυθμοί ανάπτυξης μιας οικονομίας είναι αργοί, όλα αυτά συντελούνται αργά. Αλλά τελικά έρχεται κάποια στιγμή όπου η δημιουργία χρήματος από την κεντρική τράπεζα οδηγεί σε άνοδο των πληθωριστικών προσδοκιών.

Το 1981 ο αμερικανός οικονομολόγος Τόμας Σάρτζεντ έγραψε ένα σημαίνον άρθρο με τίτλο «Το τέλος των τεσσάρων μεγάλων πληθωρισμών». Επρόκειτο, από πολλές απόψεις, για το επιτύμβιο της εποχής του Κέινς. Οι δυτικές κυβερνήσεις – και όχι μόνο η βρετανική – είχαν ανακαλύψει με οδυνηρό τρόπο ότι τα ελλείμματα δεν μπορούσαν να τις σώσουν. Με διψήφιο πληθωρισμό και αυξανόμενη ανεργία χρειάζονταν δραστικά φάρμακα. Κοιτώντας πίσω στην κεντρική Ευρώπη της δεκαετίας του 1920 – άλλη μια εποχή εκρήξεων δημόσιου χρέους εξαιτίας του πολέμου – ο καθηγητής Σάρτζεντ έδειξε ότι μόνο μια αποφασιστική πολιτική πλήρους ‘αλλαγής καθεστώτος’ που θα έφερνε σταθεροποίηση μπορούσε να αλλάξει τις πληθωριστικές προσδοκίες.

Οικονομολόγοι, σαν τον Πολ Κρούγκμαν, που παρομοιάζουν την εμπιστοσύνη με μια φανταστική ‘νεράιδα’, δεν έχουν διδαχτεί τίποτα από δεκαετίες οικονομικής έρευνας επί των προσδοκιών. Αγνοούν εξάλλου ότι οι μεγαλύτεροι ακαδημαϊκοί νικητές αυτής της κρίσης είναι οι θεράποντες των συμπεριφορικών χρηματοοικονομικών, που θεωρούν ως βασική παράμετρο τα ‘πάνω’ και τα ‘κάτω’ της ανθρώπινης ψυχολογίας.

Και όμως υπάρχουν πλήθος ενδείξεις από έρευνες και στις δύο πλευρές του Ατλαντικού. Ο κόσμος ανησυχεί για τα μεγάλα πολεμικών διαστάσεων ελλείμματα όταν δεν υπάρχει πόλεμος για να τα δικαιολογήσει. Σύμφωνα με πρόσφατη δημοσκόπηση που δημοσίευσαν οι Financial Times, το 45% των Αμερικανών «πιστεύει ότι ίσως η κυβέρνηση να μην μπορεί να ανταποκριθεί στις οικονομικές δεσμεύσεις της μέσα σε 10 χρόνια». Μια ανάλογη εικόνα αυξανόμενης ανησυχίας δίνουν και οι έρευνες της επιχειρηματικής και καταναλωτικής εμπιστοσύνης.

Το φάρμακο για αυτές τις ανησυχίες πρέπει να είναι μια δραστική ‘αλλαγή καθεστώτος’ σαν κι αυτή που προσδιόριζε ο καθηγητής Σάρτζεντ πριν 30 και που εφάρμοσαν οι κυβερνήσεις Ρήγκαν και Θάτσερ. Τότε, όπως και τώρα, η επιλογή δεν είναι μεταξύ επεκτατικών δημοσιονομικών μέτρων και λιτότητας. Είναι μεταξύ μιας πολιτικής που ενισχύει την εμπιστοσύνη του ιδιωτικού τομέα και μιας πολιτικής που την σαρώνει. sofokleous10.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Share |

LinkWithin

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...
Related Posts with Thumbnails