Τετάρτη 20 Οκτωβρίου 2010

"Η άμαξα μπροστά από τα βόδια".

Έξοδος από το ευρώ και την Ε.Ε.

Η αδύνατη διαχείριση του ευρώ

1. Δεν υπάρχει νόμισμα χωρίς Κράτος. Στον καπιταλισμό, το νόμισμα και το κράτος συνιστούν από κοινού μέσα διαχείρισης του γενικού συμφέροντος του κεφαλαίου, υπερβαίνοντας τα επιμέρους συμφέροντα ανταγωνιστικών κλάδων του κεφαλαίου. Οι τρέχουσες φαντασιώσεις περί καπιταλισμού τον οποίο διαχειρίζεται η “αγορά”, χωρίς κράτος (το οποίο έχει συρρικνωθεί στην ελάχιστη λειτουργία της τήρησης της τάξης) δεν βασίζονται ούτε σε σοβαρή ανάγνωση της ιστορίας του πραγματικού καπιταλισμού, ούτε σε κάποια δήθεν “επιστημονική” θεωρία που θα απεδείκνυε ότι όταν η διαχείριση περνά στα χέρια των αγορών, παράγεται, ή έστω τείνει να παράγεται, μια οποιαδήποτε ισορροπία (πόσο μάλλον “η καλύτερη”)

Το ευρώ δημιουργήθηκε απόντος του ευρωπαϊκού κράτους, από εθνικά κράτη των οποίων οι βασικές λειτουργίες διαχειριστών των γενικών συμφερόντων του κεφαλαίου έβαιναν προς κατάργηση. Το δόγμα ενός νομίσματος “ανεξάρτητου” από το Κράτος εκφράζει αυτόν τον παραλογισμό. Η πολιτική “Ευρώπη” δεν υπάρχει. Παρά τις ευφάνταστες και αφελείς εκκλήσεις για την υπέρβαση της αρχής της εθνικής κυριαρχίας, τα έθνη κράτη παραμένουν τα μόνα που διαθέτουν νομιμοποίηση....Δεν υπάρχει η πολιτική ωριμότητα ώστε οποιοσδήποτε λαός κάποιου από τα ιστορικά έθνη που απαρτίζουν την Ευρώπη να αποδεχθεί το αποτέλεσμα μιας “ευρωπαϊκής ψηφοφορίας”. Μπορεί κανείς να το εύχεται, αλλά θα πρέπει να περιμένει πάρα πολύ μέχρι να αναδυθεί μια πανευρωπαϊκή νομιμοποίηση.

Ουτε και η οικονομική και κοινωνική Ευρώπη υπάρχει. Η Ευρώπη των 25 ή των 30 κρατών παρουσιάζει βαθύτατες ανισότητες στο επίπεδο καπιταλιστικής ανάπτυξης. Τα ολιγοπώλια που ελέγχουν το σύνολο της οικονομίας (και επιπλέον την τρέχουσα πολιτική και την πολιτική κουλτούρα) έχουν “εθνικότητα” όπως αυτή ορίζεται από την εθνικότητα των διευθυντικών στελεχών τους. Πρόκειται για ομίλους κυρίως βρετανικούς, γερμανικούς και γαλλικούς και δευτερευόντως ολλανδικούς, σουηδικούς, ισπανικούς, ιταλικούς. Η ανατολική και μέρος της νότιας Ευρώπης έχουν προς την βορειοδυτική ευρώπη σχέση ανάλογη με αυτή της Λατινικής Αμερικής προς τις ΗΠΑ. Υπ αυτές τις συνθήκες, η Ευρώπη δεν είναι παρά μία κοινή αγορά που αποτελεί μέρος της παγκόσμιας αγοράς του ύστερου καπιταλισμού των γενικευμένων, παγκοσμιοποιημένων, συχνά χρηματιστικών ολιγοπωλίων. Απ αυτή την άποψη, όπως έχω γράψει, η Ευρώπη είναι “η πιο παγκοσμιοποιημένη” περιοχή του παγκόσμιου συστήματος. Αυτή η πραγματικότητα, που ενισχύεται από την ανυπαρξία της πολιτικής Ευρώπης, οδηγεί σε διαφορετικούς πραγματικούς μισθοί, διαφορετικά συστήματα κοινωνικής προστασίας και φορολογίας τα οποία δεν μπορούν να καταργηθούν στα πλαίσια των παρόντων ευρωπαϊκών θεσμών.

2. Συνεπώς, η δημιουργία του ευρώ έβαλε την άμαξα μπροστά από τα βόδια. Σε ορισμένες περιπτώσεις, οι πολιτικοί που αποφάσισαν την δημιουργία του ευρώ παραδέχθηκαν ότι έκαναν αυτό ακριβώς, υποστηρίζοντας όμως ότι με το ενιαίο νόμισμα η Ευρώπη θα υποχρεωνόταν κάποια στιγμή να μετατραπεί σε υπερεθνικό κράτος, στέλνοντας τελικά τα βόδια μπροστά από την άμαξα. Αυτό το θαύμα δεν συνέβη. Και όλα δείχνουν ότι δεν θα συμβεί. Ηδη από τα τέλη της δεκαετίας του 1990 είχα την ευκαιρία να γνωστοποιήσω τις αμφιβολίες μου σε αυτό τον τομέα. Η έκφραση που είχα διατυπώσει τότε («βάζω την άμαξα μπροστά από τα βόδια»)υιοθετήθηκε πρόσφατα από ανώτατο αξιωματούχο που ήταν υπεύθυνος για την δημιουργία του ευρώ και οποίος τότε με είχε κατηγορήσει για αδικαιολόγητη απαισιοδοξία. Είχα γράψει επίσης ότι ένα τόσο παράλογο σύστημα δεν μπορούσε να δώσει την εντύπωση ότι λειτουργεί χωρίς σοβαρές παρεκκλίσεις παρά μόνο όσο η οικονομική συγκυρία είναι ευνοϊκή. Αυτό που συνέβη ήταν αναμενόμενο. Οταν μια κρίση (έστω κι αν σε πρώτη φάση ήταν τραπεζική) έπληξε το σύστημα, το ευρώ ήταν αδύνατο να δώσει συνεκτικές και αποτελεσματικές απαντήσεις.
Η τρέχουσα κρίση θα διαρκέσει και θα βαθύνει. Τα αποτελέσματά της είναι διαφορετικά και άνισα από μία χώρα σε άλλη. Ως εκ τούτου, οι κοινωνικές και πολιτικές απαντήσεις στα προβλήματα των λαϊκών και μεσαίων τάξεων, καθώς και τα πολιτικά συστήματα διαφέρουν και θα διαφέρουν από χώρα σε χώρα. Η διαχείριση των προβλημάτων είναι αδύνατη όσο απουσιάζει ένα πραγματικό και νομιμοποιημένο ευρωπαϊκό κράτος. Επίσης, το νομισματικό εργαλείο που θα καθιστούσε εφικτή αυτή τη διαχείριση δεν υπάρχει.
Οι απαντήσεις που έδωσαν στην κρίση (και στην ελληνική κρίση) οι ευρωπαϊκοί θεσμοί, περιλαμβανομένης και της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, είναι παράλογες και καταδικασμένες να αποτύχουν. Οι απαντήσεις συνοψίζονται σε μία μόνο λέξη -λιτότητα παντού, για όλους- και αντιστοιχούν με τις απαντήσεις που έδιναν οι κυβερνήσεις την περίοδο 1929-1930. Οπως οι λύσεις της δεκαετίας του 1930 επιδείνωσαν την πραγματική κρίση, αυτές που υιοθετούν σήμερα οι Βρυξέλλες θα έχουν το ίδιο αποτέλεσμα.

3. Αυτό που έπρεπε να είχε γίνει την δεκαετία του 1990 θα ήταν να δημιουργηθεί ένα «ευρωπαϊκό νομισματικό φίδι». Τα ευρωπαϊκά κράτη θα είχαν διατηρήσει την κυριαρχία τους και θα διαχειρίζονταν την οικονομία και το νόμισμά τους ανάλογα με τις ικανότητες και τις ανάγκες τους, έστω μέσα στα όρια της εμπορικής ολοκλήρωσης (κοινή αγορά). Η αλληλεξάρτηση των χωρών θα είχε αποκτήσει θεσμικό χαρακτήρα μέσω του νομισματικού φιδιού: οι ισοτιμίες μεταξύ των ευρωπαϊκών νομισμάτων θα παρέμεναν σταθερές και θα αναθεωρούνταν (ανατιμήσεις, υποτιμήσεις) από καιρό σε καιρό μετά από διαπραγματεύσεις.
Ετσι θα άνοιγε μια μακροπρόθεσμη προοπτική «σκλήρυνσης του φιδιού» (που πιθανώς θα προετοίμαζε την υιοθέτηση κοινού νομίσματος). Μέτρο της προόδου προς αυτή την κατεύθυνση θα ήταν η αργή και προοδευτική σύγκλιση της παραγωγικότητας, των πραγματικών μισθών και των κοινωνικών παροχών. Με άλλα λόγια, το φίδι θα είχε διευκολύνει - και όχι παρεμποδίσει- την σύγκλιση προς τα πάνω. Για να γίνει κάτι τέτοιο θα απαιτείτο διαφορετικό μείγμα πολιτικής σε κάθε χώρα και μέτρα όπως ο έλεγχος της ροής κεφαλαίων, που σημαίνει άρνηση της παράλογης απορρυθμισμένης τραπεζικής ολοκλήρωσης που δεν γνωρίζει σύνορα.


4 .Η τωρινή κρίση του ευρώ θα μπορούσε να δώσει την ευκαιρία για την εγκατάλειψη του παράλογου συστήματος διαχείρισης αυτού του εικονικού νομίσματος και για την δημιουργία ευρωπαϊκού νομισματικού φιδιού που να αντανακλά τις πραγματικές δυνατότητες των εμπλεκόμενων χωρών. Η Ελλάδα και η Ισπανία θα μπορούσαν να θέσουν την διαδικασία σε κίνηση αποφασίζοντας

(i) να φύγουν "προσωρινά" από το ευρώ

(ii) να υποτιμήσουν το νόμισμά τους

(iii) να υιοθετήσουν έλεγχο των συναλλαγματικών ροών, τουλάχιστον σε ό,τι αφορά το χρηματοπιστωτικό σύστημα. Σε μια τέτοια περίπτωση, αυτές οι χώρες θα μπορούσαν να διαπραγματευθούν από θέση ισχύος την αναδιάρθρωση του χρέους τους, μετά τον λογιστικό έλεγχο, την άρνηση πληρωμής χρεών που προκύπτουν από διαφθορά ή από κερδοσκοπικά παιχνίδια (στα οποία συμμετείχαν τα ξένα ολιγοπώλια απομυζώντας κέρδη). Είμαι βέβαιος ότι ένα τέτοιο παράδειγμα θα δημιουργούσε σχολή.

5. Δυστυχώς, η πιθανότητα εξόδου από την κρίση με τέτοιο τρόπο τείνει στο μηδέν. Κι αυτό γιατί η επιλογή του «ανεξάρτητου από τα κράτη» ευρώ και ο ιερός σεβασμός προς «τους νόμους των χρηματαγορών» δεν είναι προϊόντα παράλογης θεωρητικής σκέψης. Ταιριάζουν άψογα στην διατήρηση της εξουσίας των ολιγοπωλίων. Είναι τμήματα του συνολικού ευρωπαϊκού οικοδομήματος, η σύλληψη του οποίου είχε αποκλειστικό και απόλυτο στόχο να καταστήσει αδύνατη την αμφισβήτηση της οικονομικής και πολιτικής εξουσίας που ασκούν αυτά τα ολιγοπώλια με δικό τους και μόνο όφελος.
Σε ένα φανταστικό γράμμα με τίτλο «Ανοικτή επιστολή του Γ. Παπανδρέου προς την Α. Μέρκελ», το οποίο έκανε το γύρο το διαδικτύου, οι Ελληνες συγγραφείς συγκρίνουν την αλαζονεία της Γερμανίας χθες και σήμερα. Δύο φορές στην διάρκεια του 20ου αιώνα, η ηγέτιδα τάξη της χώρας αυτής κυνήγησε μια χίμαιρα, την αναμόρφωση της Ευρώπης με στρατιωτικά μέσα. Και τις δύο φορές, οι δυνάμεις της υπερεκτιμήθηκαν. Μήπως και ο στόχος της γερμανικής ηγεσίας σε μια Ευρώπη που θα γίνει «ζώνη του μάρκου» βασίζεται κι αυτός στην υπερεκτίμηση της ανωτερότητας της γερμανικής οικονομίας, που στην πραγματικότητα είναι ευάλωτη;

Η έξοδος από την κρίση δεν θα ήταν εφικτή παρά μόνο αν μια ριζοσπαστική αριστερά τολμούσε να αναλάβει την πολιτική πρωτοβουλία για την οικοδόμηση εναλλακτικών «αντι-ολιγαρχικών» συνασπισμών. Εχω γράψει ότι η Ευρώπη ή θα είναι αριστερή, ή δεν θα είναι τίποτα. Το γεγονός ότι η κοινοβουλευτική αριστερά στην Ευρώπη συντάσσεται πίσω από την ιδέα ότι «η Ευρώπη όπως είναι τώρα είναι προτιμότερη από το να μην υπήρχε» δεν μας επιτρέπει να βγούμε από το αδιέξοδο, κάτι που θα απαιτούσε την αποδόμηση των ευρωπαϊκών θεσμών και των ευρωπαϊκών συνθηκών.

Εκ των πραγμάτων λοιπόν, το σύστημα του ευρώ και η «Ευρώπη» με την τωρινή μορφή της θα βυθιστεί σε ένα χάος του οποίου η έξοδος δεν μπορεί να προβλεφθεί. Μπορούμε να φανταστούμε όλα τα σενάρια, περιλαμβανομένων και αυτών που λέμε ότι θέλουμε να αποφύγουμε, δηλαδή την αναγέννηση της ακροδεξιάς. Υπ αυτές τις συνθήκες, λίγα αλλάζουν για τις ΗΠΑ αν επιβιώσει μια εντελώς αδύναμη Ευρώπη ή αν διαλυθεί. Η ιδέα μιας Ευρώπης ενωμένης και ισχυρής που θα υποχρέωνε την Ουάσιγκτον να ακούσει τις απόψεις της και να λάβει υπόψη τα συμφέροντά της είναι μια ψευδαίσθηση.

6. Εξέφρασα τις σκέψεις αυτές με συμπαγή τρόπο. Σε προηγούμενα κείμενά μου έχω αναφερθεί στις διάφορες πτυχές των ευρωπαϊκών αδιεξόδων:

--L’hégémonisme des Etats-Unis et l’effacement du projet européen, section II, 2000

--Au-delà du capitalisme sénile, chapitre VI, 2002

--Le virus libéral, chapitre V, 2003

--Pour un monde multipolaire, chapitre I, 2005

--La crise, sortir de la crise du capitalisme ou sortir du capitalisme en crise ? , chapitre I, 2008

Το αδιέξοδο του ευρωπαϊκού σχεδίου

1. Το κλίμα ευφορίας που επικρατεί στις συζητήσεις για το «ευρωπαϊκό σχέδιο» αποτελεί πλέον αναπόσπαστο τμήμα της ρητορικής των πολιτικών της ηπείρου, είτε προέρχονται από τη Δεξιά ή την Αριστερά. Εκ πρώτη όψεως φαίνεται ότι μόνο υποστηρικτές ενός εξτρεμιστικού «λαϊκισμού» (ο οποίος θεωρητικά διαχωρίζεται στην άκρα Δεξιά και την άκρα Αριστερά) αντιτίθενται στο συγκεκριμένο σχέδιο το οποίο δεν προσφέρει εναλλακτικές για το μέλλον των συγκεκριμένων ανθρώπων.

Το ευρωπαϊκό οικοδόμημα όμως είναι ελαφρώς περίεργο: Ιδιαίτερα μετά τη συνθήκη του Μάαστριχτ (1992) επιχειρεί να περιορίσει τα περιθώρια ελιγμών της οικονομικής πολιτικής σε εθνικό επίπεδο χωρίς όμως να προσφέρει ως αντάλλαγμα οποιοδήποτε υποκατάστατο διακυβέρνησης στο επίπεδο της Ένωσης! Με άλλα λόγια, η ΕΕ λειτουργεί σε πραγματικούς όρους ως η πιο τέλεια «παγκοσμιοποιημένη» περιοχή της Γης με την πλέον βάρβαρη έννοια του όρου (να εξαφανίζει κάθε περιθώριο αυτονομίας του Κράτους). Πρόκειται για μια εντελώς διαφορετική κατάσταση από αυτή που επικρατεί στις ΗΠΑ ή σε άλλες περιοχές του πλανήτη όπου το Κράτος, όσο εύθραυστο και ευάλωτο και αν είναι, παραμένει κυρίαρχο των αποφάσεων που το ίδιο λαμβάνει. Μοναδική εξαίρεση αποτελούν οι κανόνες που επιβάλλονται από τον ΠΟΕ (ο οποίος επίσης στοχεύει στη σταδιακή εξαφάνιση των δικαιωμάτων και προνομίων του Κράτους). Η Ευρώπη λοιπόν προπορεύεται από τον υπόλοιπο κόσμο στο Μεγάλο Άλμα προς την οπισθοδρόμηση.

Ο αυτό-ακρωτηριασμός των Ευρωπαϊκών Κρατών συνδέεται με όλες τις πτυχές της οικονομικής ζωής: Στην Ευρώπη δεν υπάρχει πλέον πολιτική που να αφορά το νόμισμα, τις ισοτιμίες, τον προϋπολογισμό, την απασχόληση ή τη βιομηχανία.

Η ΕΚΤ απαγόρευσε στον εαυτό της να ασκεί νομισματική πολιτική και αντ’ αυτού έθεσε ως μοναδικό στόχο, όπως τουλάχιστον ισχυρίζεται, να εξασφαλίζει «σταθερότητα τιμών απαγορεύοντας δια ροπάλου στα Κράτη να χρηματοδοτούν τα ελλείμματα τους μέσω των “δικών” τους κεντρικών τραπεζών».

Λειτουργώντας κατ’ αυτό τον τρόπο παύει να έχει οποιονδήποτε δημόσιο συνομιλητή (το Κράτος ή την Ένωση) στον οποίο θα έπρεπε να λογοδοτεί για την πολιτική της. Αυτή η αντιπληθωριστική αποπληθωριστική επιλογή αποτελεί ουσιαστικά ένα επιπρόσθετο και διαρκές εμπόδιο για την αναθέρμανση της οικονομίας.

Η ΕΚΤ δεν είναι σε θέση να εφαρμόσει ενεργητική συναλλαγματική πολιτική, οι στόχοι της οποίας (ένα «σκληρό» ή ένα «ασθενές» Ευρώ) θα έπρεπε να καθορίζονται από τον συνομιλητή ο οποίος όμως δεν υφίσταται πλέον. Αντιθέτως η κυβέρνηση των ΗΠΑ διατήρησε το σύνολο των εξουσιών της στον τομέα της νομισματικής πολιτικής. Συνεπώς η Ουάσινγκτον είναι αυτή που αποφασίζει εάν το δολάριο θα είναι ισχυρό ή ασθενές, ενώ το ευρώ μπορεί απλώς να παρατηρεί αυτή την απόφαση και να αντιδρά ανάλογα. Θα πρέπει εδώ να προσθέσουμε ότι ο κανόνας δολαρίου είναι στην πραγματικότητα κανόνας πετρελαίου/δολαρίου. Οι τιμές του πετρελαίου καθορίζονται σε δολάρια και η Ηνωμένες Πολιτείες καταβάλλουν κάθε δυνατή προσπάθεια, αν χρειαστεί ακόμη και με στρατιωτικές επεμβάσεις (όπως συνέβη στην περίπτωση του Ιράκ) για να εμποδίσουν τους παραγωγούς να πωλούν το πετρέλαιό τους σε ευρώ. Είναι γεγονός ότι τα Ευρωπαϊκά Κράτη αρνούνται μέχρι στιγμής να παίξουν αυτό το παιχνίδι και «συμπάσχουν» με τον φίλο τους στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού. Αποδυναμωμένο κατ’ αυτό τον τρόπο το ευρώ, σε αντίθεση με το δολάριο, δεν μπορεί να αποτελέσει διεθνές νόμισμα. Ο πραγματικός εν δυνάμει ανταγωνιστής του δολαρίου δεν είναι το ευρώ αλλά το κινεζικό Γουάν.

Το «σύμφωνο σταθερότητας» ενταφίασε κάθε δυνατότητα εφαρμογής δημοσιονομικής πολιτικής. Η επιλογή αυτή δικαιολογήθηκε με αναφορές σε μια αμφισβητούμενη θεωρία η οποία εξισώνει την κάλυψη του δημοσιονομικού ελλείμματος με τη φορολόγηση ή το δανεισμό. Αυτή η δικαιολογία είναι στην πραγματικότητα άσκοπη αφού το σύμφωνο περιορίζει το έλλειμμα στο 3% και το χρέος στο 60% του ΑΕΠ. Ούτε οι ΗΠΑ ούτε καμία άλλη χώρα στον κόσμο (με εξαίρεση ορισμένες ημι-αποικίες υπό τη διακυβέρνηση του ΔΝΤ) δεν επέβαλαν στον εαυτό τους ένα τέτοιο ακρωτηριασμό ο οποίος πολύ σωστά χαρακτηρίστηκε «γελοίος» από τον Πρόντι.

Οι πολιτικές της κοινότητας δεν κατάφεραν να αντισταθμίσουν ούτε την κατάλυση της εθνικής βιομηχανικής πολιτικής (που προωθήθηκε με το πρόσχημα ότι ο διαφανής «ανταγωνισμός» - δηλαδή χωρίς προστασία και επιδοτήσεις – οδηγεί στην καλύτερη κατανομή των επενδύσεων) ούτε της πολιτικής εργασίας, η οποία εγκαταλείπεται στους νόμους της αγοράς (με την πίστη ότι η ελαστικοποίηση θα λύσει όλα τα προβλήματα). Πρόκειται για μια κατάσταση η οποία επιδεινώθηκε από την διάλυση των δημοσίων υπηρεσιών και τις ιδιωτικοποιήσεις. Η ατζέντα δεν περιλαμβάνει ούτε «βιομηχανική Ευρώπη» ούτε «κοινωνική Ευρώπη». Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι υπό αυτό το πρίσμα η Ευρώπη προσεγγίζει το μοντέλο που εξαρχής υιοθέτησαν οι ΗΠΑ και κατ’ αυτόν τρόπο απομακρύνεται από όλες τις παραδόσεις του 19ου και του 20ου αιώνα στις οποίες στηρίχθηκε η επιτυχία της.

Παρόλα αυτά, στις Ηνωμένες Πολιτείες υπάρχει η στρατηγική της στρατιωτικ-βιομηχανικης βιομηχανίας η οποία ενισχύεται ενεργά από το Κράτος (παρά τη «φιλελεύθερη» ρητορική η οποία είναι πολύ πιο αναπτυγμένη σε σχέση με την Ευρώπη). Είναι κωμικό το γεγονός ότι τα μοναδικά επιτεύγματα της ευρωπαϊκής τεχνολογίας (τα Airbus και οι βάσεις εκτόξευσης Arian) πραγματοποιήθηκαν χάρη σε παρεμβάσεις δημοσίων υπηρεσιών και πως αν αυτές αφήνονταν στην ιδιωτική πρωτοβουλία, απλώς δεν θα είχαν επιτευχθεί.

Είναι γεγονός ότι σε συγκεκριμένους τομείς – όπως της γεωργίας – η Ευρώπη εφάρμοσε ενεργητική κοινοτική πολιτική, απελευθερωμένη από το φιλελεύθερο δόγμα. Η συγκεκριμένη πολιτική απέφερε καρπούς: εκσυγχρονισμό της οικογενειακής γεωργικής παραγωγής, επέκταση των καλλιεργήσιμων εδαφών, εντατικοποίηση στην χρήση εξοπλισμού, εγγυημένες τιμές που εξασφάλιζαν εξισορρόπηση του εισοδήματος μεταξύ των εργαζομένων στην ύπαιθρο και στην πόλη και εν τέλει παραγωγή σημαντικών (και σε ορισμένες περιπτώσεις πολύ σημαντικών) πλεονασμάτων για εξαγωγές. Πόσο στοίχισε αυτή η πολιτική; Αναμφίβολα ξεπέρασε το μισό προϋπολογισμό της Ευρωπαϊκής Κοινότητας. Αυτός ο προϋπολογισμός όμως είναι ασήμαντος (λιγότερο από το 1% του ΑΕΠ των χωρών μελών). Και τώρα αποτελεί κοινό τόπο ότι η ΚΑΠ βρίσκεται υπό αμφισβήτηση.

Οι περιφερειακές πολιτικές, οι οποίες αποτελούν το δεύτερο σημαντικότερο τμήματα των κοινοτικών δαπανών (το ένα τρίτο του προϋπολογισμού) εδράζονται σε σειρά αντιφάσεων και παρωχημένων πολιτικών επιδιώξεων. Στόχος τους δεν είναι τόσο ο περιορισμός των ανισοτήτων (μεταξύ των χωρών μελών της Ένωσης αλλά και των περιοχών που τις αποτελούν) αλλά να στηρίξουν την προσπάθειά αυτών των περιοχών να «αντιμετωπίσουν τον ανταγωνισμό» ο οποίος θεωρητικά αποτελεί φορέα ανάπτυξης για όλους (το φιλελεύθερο δόγμα φυσικά δεν αμφισβητείται ποτέ παρά το γεγονός ότι η ιστορία και το παρόν αποδεικνύουν την παντελή έλλειψη συνεκτικότητας που το χαρακτηρίζει). Με αυτή τη λογική η στήριξη προς τις ασθενέστερες χώρες τείνει να χάνει τη σημασία της (τουλάχιστον αναλογικά) μετά την ένταξη των χωρών της Κεντρικής Ευρώπης.

Οι πολιτικές περιφερειοποίησης που εφαρμόστηκαν και οι οποίες έχουν ως άξονα την ενίσχυση των περιφερειών για τις δαπάνες τους σε υποδομές και εκπαίδευση, μάλλον ενέτειναν τις ανισότητες ενώ έδωσαν προτεραιότητα στις λεγόμενες «υποσχόμενες περιοχές - promising regions» που ανοίγονταν στον παγκόσμιο ανταγωνισμό (όπως η Βαυαρία, η Λομβαρδία και η Καταλονία). Εδώ στόχος της πολιτικής είναι να μειωθεί η σημασία της «εθνικής οντότητας» προς όφελος των «τοπικών» προτιμήσεων. Ο παγκοσμιοποιημένος φιλελευθερισμός προτιμούσε πάντα τα μικρά παρά τα μεγάλα Κράτη καθώς στην πρώτη περίπτωση είναι ευκολότερο να τα απογυμνώσει από κρατικά προνόμια και εξουσίες. Στο εσωτερικό της Ευρωπαϊκής Ένωσης δίνεται πάντα προτεραιότητα στις θέσεις της «Βαυαρίας», της «Λομβαρδίας και της Καταλονίας και όχι των Εθνών (τα οποία πάντα θεωρούνται ύποπτα «σοβινιστικών» παρεκτροπών).

Εν τέλει, η θεώρηση που κυριάρχησε στο όραμα της διεύρυνσης δεν διαφέρει στη φύση της από την προσπάθεια των ΗΠΑ να εντάξουν τη Λατινική Αμερική σε μια τεράστια ζώνη ελεύθερου εμπορίου του νότιου ημισφαιρίου. Αυτού του είδους οι ενώσεις είναι σχεδιασμένες ώστε να διευρύνουν το χάσμα μεταξύ των περιφερειακών εταίρων (η Λατινική Αμερική στη μια περίπτωση και η Ανατολική Ευρώπη στην άλλη) μεταξύ καλά ενταγμένων και ανεπτυγμένων μικρών ζωνών υπό τον έλεγχο των κυρίαρχων καπιταλιστικών κέντρων (των ΗΠΑ στη μια περίπτωση και της Γερμανίας στην άλλη). Η λογική σύμφωνα με την οποία οι αυξανόμενες ροές ιδιωτικών κεφαλαίων θα γεφυρώσουν αυτομάτως το χάσμα δεν είναι τίποτα περισσότερο από προπαγάνδα. Ενώ όμως οι λαοί της Λατινικής Αμερικής απορρίπτουν την επέκταση της ζώνης ελεύθερου εμπορίου σε ηπειρωτικό επίπεδο και μάχονται τις ΗΠΑ στο έδαφός τους, η Ανατολική Ευρώπη υποδέχεται με τη μεγαλύτερη δυνατή αφέλεια το πανομοιότυπο σχέδιο που προωθούν τα καπιταλιστικά κέντρα της Δυτικής Ευρώπης!

H πολιτική συνεργασίας της Ένωσης με τις χώρες της υποσαχάρειας Αφρικής ήταν ανέκαθεν «νέο-αποικιακή» και διατηρεί ολόκληρη την ήπειρο σε «προβιομηχανική» κατάσταση. Η φιλελεύθερη στάση της Ένωσης, η οποία διέπει τις συμφωνίες του Κοτονού (2000) και τη λεγόμενη «περιφερειακή οικονομική συνεργασία» (REPA) επιδείνωσαν την ούτως η άλλως ασθενική ανάπτυξη. Υπό αυτή την προοπτική η Αφρική είναι εγκλωβισμένη σε ένα «προσχεδιασμένο αποκλεισμό» (Cf. S. Amin et alii, Afrique: renaissance ou exclusion programmée?, 2005). Η «ανοιχτή παγκοσμιοποιήση» η οποία αλυσοδένει την ήπειρο σε προ-βιομηχανικά επίπεδα αποτελεί αναμφισβήτητα μια χειροπιαστή στρατηγική, από την πλευρά της Ένωσης, που στόχο έχει να δώσει στις κυρίαρχες πολυεθνικές επιχειρήσεις τα μέσα που χρειάζονται για να πλιατσικολογήσουν τους φυσικούς πόρους της Αφρικής σε χαμηλό κόστος. Ακόμη και έτσι όμως πρέπει να κατανοήσουμε ότι αυτό το πλιάτσικο ευνοεί περισσότερο τις αμερικανικές και όχι τις ευρωπαϊκές πολυεθνικές. Με δεδομένη την προοπτική παρακμής της Αφρικής, οι πολιτικές συνεργασίας (που τώρα χαρακτηρίζονται «σύμπραξη») μεταξύ τη Ευρωπαϊκής Ένωσης και του ACP (Ομάδα χωρών της Αφρικής, της Καραϊβικής και του Ειρηνικού) είναι καταδικασμένες να χάνουν τη σημασία τους απέναντι σε άλλες πρωτοβουλίες που σχετίζονται με τη Λατινική Αμερική, την Ασία και τη Μεσόγειο. Μέχρι στιγμής όμως τίποτα δεν μαρτυρά ότι και οι συγκεκριμένες πρωτοβουλίες θα μπορούσαν να τροποποιηθούν και να αποδεσμευτούν τη λογική της επέκτασης του υπερεθνικού κεφαλαίου. Όσο για τα λεγόμενα ευρω-μεσογειακά προγράμματα, έχουν χάσει κάθε δυνατότητα να έχουν κάποιο αντίκτυπο λόγω της de-facto προσκόλλησης των Ευρωπαίων στην Ουάσινγκτον και το Τελ Αβίβ – παρά τις ρητορικές εξάρσεις που σημειώνονται κατά διαστήματα. (Cf. S. Amin et A. El Kenz, le monde arabe, 2005).

2. Το Ευρωπαϊκό Οικοδόμημα, με την παρούσα μορφή του, οδηγεί στην παράλογη προσκόλληση σε μια λογική η οποία συστηματικά υποσκάπτει την επιτυχημένη οικονομική επέκταση της ηπείρου. Και το ερώτημα φυσικά που προκύπτει είναι: γιατί ακολουθούν αυτές τις επιλογές;

Η μόνη λογική απάντηση που θα μπορούσε να δοθεί είναι ότι τις συγκεκριμένες επιλογές τις επέβαλε το μεγάλο κεφάλαιο γιατί μόνο έτσι θα μπορούσε να συνθλίψει την κοινωνική ισχύ την οποία οι ευρωπαίοι εργαζόμενοι (και πρωτίστως η εργατική τάξη) κατάφεραν να κατοχυρώσουν ύστερα από δυο αιώνες πάλης. Η κατάρρευση του σοβιετικού συστήματος προσέφερε αυτή τη δυνατότητα. Η συγκεκριμένη επιλογή φάνταζε εκείνη την εποχή απόλυτα «λογική» αλλά φυσικά στηριζόταν σε ένα βραχυπρόθεσμο σχεδιασμό τον οποίο ευνοούσε κατά διαστήματα και το κεφάλαιο. Η συμπεριφορά των σοσιαλιστικών και σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων ήταν παράλογη καθώς πίστευαν ότι θα ευνοηθούν από την κατάρρευση των κομμουνιστικών κομμάτων. Στην πραγματικότητα στόχος της φιλελεύθερης πολιτικής ήταν να εξαφανίσει και τα μεν και τα δε.

Το οικοδόμημα λοιπόν, με τη σημερινή του μορφή, εξυπηρετεί τις Ηνωμένες Πολιτείες και γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο η Ουάσινγκτον δεν αισθάνεται να «απειλείται» από μια «ανταγωνιστική» Ευρώπη. Ουσιαστικά, η σχετική στασιμότητα στην οποία αυτοπαγιδεύθηκε η Ευρώπη, από τις ακραία φιλελεύθερες επιλογές, της διευκολύνει την χρηματοδότηση του αμερικανικού ελλείμματος λόγω της ηγετικής θέσης την οποία η Ουάσινγκτον εξακολουθεί να πιστεύει ότι διατηρεί. Η στασιμότητα παράγει πλεονάζοντα κέρδη στην Ευρώπη τα οποία καθώς δεν βρίσκουν ευκαιρίες επενδύσεων από την επέκταση του ευρωπαϊκού συστήματος παραγωγής, καταλήγουν τελικά στις χρηματαγορές των ΗΠΑ.

Για όλους του λόγους που προαναφέρθηκαν το «Ευρωπαϊκό» σύστημα παραγωγής απλώς δεν υφίσταται. Άλλωστε οι ευρωπαϊκοί θεσμοί, από τη στιγμή που δημιουργήθηκαν, ουδέποτε σκόπευαν να κινηθούν προς αυτή την κατεύθυνση. Ο κυρίαρχος φιλελευθερισμός, που ενυπάρχει σε αυτούς του θεσμούς, αποδομεί τα εθνικά συστήματα παραγωγής χωρίς να τα αντικαθιστά με ένα ενοποιημένο, πραγματικά ευρωπαϊκό σύστημα - με τον ίδιο ακριβώς τρόπο δηλαδή που αποδομεί τα εθνικά κράτη χωρίς να τα αντικαθιστά με ένα ευρωπαϊκό, εναλλακτικό Κράτος. Ο ανταγωνισμός όμως αφορά τα παραγωγική συστήματα και όχι τις μονάδες που τα αποτελούν. Η συζήτηση λοιπόν για το αν η Ευρώπη θα γίνει ανταγωνιστική των ΗΠΑ – που αποτελούν Κράτος με δικό του σύστημα παραγωγής – είναι καινή περιεχομένου. Τα στοιχεία που χρησιμοποιούνται σε αυτό το διάλογο – όγκος παραγωγής και εξαγωγές – δεν είναι τίποτα περισσότερο από το άθροισμα των εθνικών στοιχείων. Δεν αναφέρονται στην «Ευρώπη», η οποία πολύ απλά δεν υπάρχει.

Οι κυρίαρχες θέσεις αποδίδουν την καθυστέρηση της Ευρώπης στη δυσκολία που αντιμετωπίζουν οι κοινωνίες της να υιοθετήσουν με επιτυχία και σύστημα έναν φιλελευθερισμό «αμερικανικού τύπου». Ποτέ βέβαια δεν αναφέρονται στην ασυμμετρία που χαρακτηρίζει τις σχέσεις ανάμεσα στις δυο πλευρές του Ατλαντικού. Στην πραγματικότητα εάν η Ευρώπη αποφάσιζε να χρησιμοποιήσει τα πλεονάσματα που δανείζει στις Ηνωμένες Πολιτείες για το εσωτερικό της – και αυτή είναι η μοναδική απόφαση που θα μπορούσε να βγάλει την ήπειρο από τη στασιμότητα – οι ΗΠΑ θα ήταν αναγκασμένες να αναπροσαρμόσουν την οικονομική του πολιτική, να περιορίσουν τις στρατιωτικές τους δαπάνες αλλά και τις σπάταλες καταναλωτικές συνήθειες. Κάτι τέτοιο όμως δεν θα συμβεί χωρίς μια μείζονα κρίση.

Οι πολιτικές που υιοθετεί η Ευρώπη δεν κινούνται προς την κατεύθυνση που θα εξέφραζε την οικονομική της ισχύ, αλλά στην ακριβώς αντίθετη κατεύθυνση. Η ιδιωτικοποίηση και διάλυση των πραγματικά αποτελεσματικών δημόσιων υπηρεσιών (SNCF, EDF και άλλα προφανή παραδείγματα) προσφέρουν στο αμερικανικό κεφάλαιο, και ειδικά στα συνταξιοδοτικά ταμεία, μοναδικές ευκαιρίες για να αντλήσουν κέρδη από τα πιο προσοδοφόρα τμήματα της (ευρωπαϊκής) οικονομίας, μειώνοντας παράλληλα τα μέσα που διαθέτουν οι Ευρωπαίοι για την έξοδο από την κρίση.

Πρέπει λοιπόν να ενδώσουμε στην απελπισία και να αποδεχθούμε την πρόγνωση της Ουάσινγκτον ότι τίποτα δεν μπορεί να μεταβάλλει τις επιλογές της Ευρώπης, όσο παράλογες και αν είναι αυτές; Ο κίνδυνος είναι υπαρκτός και δεν πρέπει να τον υποτιμήσουν τα κινήματα κατά της παγκοσμιοποίησης. Η κυρίαρχη τάξη, με τη στενή έννοια του όρου – το μεγάλο ολιγοπωλιακό κεφάλαιο – δελεάζεται να εγκλωβιστεί σε αυτό το δρόμο, ο οποίος είναι αδιέξοδος για τους ευρωπαίους, με αντάλλαγμα τα πλεονεκτήματα που εξασφαλίζει από την συμμετοχή της στο παγκόσμιο καπιταλιστικό σύστημα. Αναμφισβήτητα η τάξη των ευγενών – δηλαδή οι ΗΠΑ – η οποία εξουδετερώνει τις επιπτώσεις του χάους που προκαλεί η καπιταλιστική ανάπτυξη, μπορεί να αναγκάσει τους υπηκόους της να πληρώσουν για αυτή την υπηρεσία που τους προσφέρει. Οι τελευταίοι όμως μην έχοντας άλλη επιλογή αποδέχονται τη θέση του σκλάβου που του προσφέρουν. Ούτως η άλλως δεν είναι η πρώτη φορά στην ιστορία που συμβαίνει κάτι ανάλογο και σίγουρα δεν είναι η τελευταία.

3. Συνεπώς δεν πιστεύω ότι το ευρωπαϊκό σχέδιο μπορεί να επιβιώσει με τη σημερινή ακραία φιλελεύθερη διάστασή του ούτε με τη συμμαχία του με την Ουάσινγκτον.

Παρόλα αυτά μένει να διαπιστώσουμε με ποιο τρόπο θα επέλθει η αμφισβήτησή του και ποιο δρόμο θα αναγκαστεί να ακολουθήσει.

Μπορεί αυτή η δουλικότητα των ισχυρότερων τμημάτων της κυρίαρχης τάξης και των πολιτικών ακολούθων τους (από τη Δεξιά και την Αριστερά) να επιβληθεί και στις ευρωπαϊκές κοινωνίες; Αμφιβάλλω, επειδή – και αυτή είναι η κεντρική ιδέα της θέσης μου – δεν θα το επιτρέψει η ευρωπαϊκή πολιτική κουλτούρα. Δεν θα επανέλθω εδώ με λεπτομέρειες στη θέση που διατύπωσα στο The Liberal Virus (Pluto,2004) και στο Beyond US Hegemony (Zed, 2006). Απλώς κωδικοποιώ τα συμπεράσματα: η προώθηση της λογικής των οικονομιών των κυρίαρχων ολιγοπωλίων κλείνει το χάσμα μεταξύ των ΗΠΑ και της Ευρώπης, η λογική της διαφορετικής πολιτικής κουλτούρας των δυο πλευρών το διευρύνει.

Θα επιστρέψω λοιπόν στο σημείο της ανάλυσής μου που εστιάζει στην «πολιτική κουλτούρα». Η πολιτική κουλτούρα ενός σημαντικού τμήματος της ευρωπαϊκής ηπείρου μπορούν να αναλυθεί σαν μια διαδοχή σημαντικών εξελίξεων οι οποίες καθόρισαν το διαχωρισμό μεταξύ Αριστεράς και Δεξιάς. Η φιλοσοφία του Διαφωτισμού, η Γαλλική Επανάσταση, το Κοινωνικό Συμβόλαιο, η δημιουργία του εργατικού και σοσιαλιστικού κινήματος του 19ου αιώνα, ο μαρξισμός και η παρισινή κομμούνα, η ρωσική επανάσταση και ο σχηματισμός των κομμουνιστικών κομμάτων. Τα κινήματα της Δεξιάς στάθηκαν απέναντι σε αυτή την πορεία με την μοναρχική Παλινόρθωση (« Ιερά Συμμαχία»), με τη μορφοποίηση των «αντιμαρξιστικών ιδεολογιών» (και τις παρεκκλίσεις προς τον φασισμό), με την υπεράσπιση των αποικιοκρατικών (και ρατσιστικών) ιδεολογιών, και με τα αντισοβιετικά κινήματα. Τα διαδοχικά στάδια σχηματοποίησης της αμερικανικής πολιτικής κουλτούρας δεν έχουν καμία σχέση με αυτή την ιστορία. Η δική τους κουλτούρα δημιουργήθηκε από διαδοχικά γεγονότα μείζονος σημασίας: τη μετανάστευση στη Νέα Αγγλία τμημάτων του πληθυσμού που αντιτίθενται στο Διαφωτισμό, τη γενοκτονία των ινδιάνων και το φαινόμενο της δουλείας στο εσωτερικό της κοινωνίας (οι συνέπειες του οποίου είναι διαφορετικές όταν πραγματοποιείται σε μακρινές αποικίες), την απόρριψη της ταξικής συνείδησης την οποία διαδοχικές ροές μεταναστών αντικατέστησαν με τον κομμουνιταριανισμό . Η πολιτική κουλτούρα που προκύπτει από αυτή την ιστορία δεν είναι ίδια με αυτή που δημιουργείται από την αντίθεση της δεξιάς με την Αριστερά (πιθανόν και τον σοσιαλισμό) αλλά είναι τέκνο μιας φιλοκαπιταλιστικής «συμφωνίας» η οποία σχετικοποιεί τον εκλογικό διπολισμό (ρεπουμπλικάνοι / δημοκρατικοί).

Το ερώτημα που γεννάται σήμερα στην Ευρώπη είναι εάν η κληρονομιά της πολιτικής κουλτούρας θα διαβρωθεί (και η Αριστερά, ως διεκδικητής ενός μετακαπιταλιστικού οικοδομήματος, θα εξαφανιστεί) σε βάρος της συνεχιζόμενης «αμερικανοποίησης» (τα κοινωνικά – φιλελεύθερα κόμματα στηρίζουν τους θιασώτες του «αιώνιου καπιταλισμού») ή εάν μια Νέα Αριστερά είναι σε θέση να αποκρυσταλλώσει προγράμματα που θα σταθούν στο ύψος των περιστάσεων. Προσωπικά θεωρώ ότι και τα δυο σενάρια είναι πιθανά.

Πέρα λοιπόν από το έργο του ευρωπαϊκού σχεδίου, είναι πλέον χρήσιμο να αναλύσουμε τον διάλογο που τον επισκιάζει. Σε αυτό το διάλογο κάθε αναφορά στην κληρονομιά της ευρωπαϊκής πολιτικής κουλτούρας αντιμετωπίζεται σαν «περσινά ξινά σταφύλια»: προάσπιση των συμφερόντων των κοινωνικών τάξεων (η οποία χαρακτηρίζεται αδιακρίτως σαν «κορπορατισμός»), πατριωτισμός (με την έμφαση να δίνεται σε περιφερειακές ενώσεις εντελώς ανίσχυρες απέναντι στο κεφάλαιο, κομμουνιταριανισμός, ή ακόμη και συστήματα διακυβέρνηση με δυσανάλογη εκπροσώπηση εθνικών ομάδων όπως συμβαίνει στη Βαλτική ή την Κροατία. Στον αντίποδα ως μοντέρνο αντιμετωπίζει η θεοποίηση του ανταγωνισμού μεταξύ των εργαζομένων, περιοχές και χώρες (ανεξαρτήτως του κοινωνικού κόστους) ή αντι-κοσμικά αντιλήψεις όπως η λατρεία του Πάπα στην Πολωνία).

Η ανοικοδόμηση μια ευρωπαϊκής πολιτικής Αριστεράς απαιτεί ριζοσπαστική κριτική όλων αυτών των θέσεων. Επιπροσθέτως απαιτεί να εντοπίσουμε τη βάση πάνω στην οποία θα οικοδομηθεί η εναλλακτική πρόταση και από εκεί να εξαχθούν συμπεράσματα για τα βραχυπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα προγράμματα που θα ακολουθήσουμε.

Οι παραπάνω απόψεις αποτελούν μια αυστηρή ανάλυση όχι μόνο του ευρωπαϊκού οικοδομήματος αλλά και των αντιδράσεων που αυτό προκαλεί, ακόμη και μέσα σε προοδευτικά κοινωνικά κινήματα. Πρέπει να αντιμετωπίζουμε το συγκεκριμένο οικοδόμημα όχι σαν «ευρωπαϊκό» αλλά σαν το «ευρωπαϊκό τμήμα ενός ατλαντικού οικοδομήματος υπό την ηγεμονία των ΗΠΑ» Η κύρια κριτική που ασκείται στο συγκεκριμένο οικοδόμημα φαίνεται να εστιάζει περισσότερο στην αναζήτηση μια λιγότερο ασσύμετρης ισορροπίας στο εσωτερικό της ιμπεριαλιστικής τριάδας (μέσω της οργάνωσης, σε αυτό το πλαίσιο των σχέσεων ΗΠΑ- Ευρώπης) παρά στην αναζήτηση μιας παγκόσμιας ισορροπίας η οποία δεν θα είναι τόσο δυσμενής για τον υπόλοιπο κόσμο.

Υπό αυτές τις συνθήκες το ερώτημα παραμένει ανοιχτό: Μπορεί το ευρωπαϊκό σχέδιο να αλλάξει κατεύθυνση ή προκειμένου να συμβεί αυτό θα πρέπει να αποδεχθεί την αποτυχία του; Γνωρίζουμε ότι το βασικό – και ενδεχόμενος το μοναδικό – επιχείρημα της ευρωπαϊκής πολιτικής Αριστεράς στηρίζεται στον φόβο ότι η απόρριψη του ευρωπαϊκού σχεδίου μπορεί να φέρει στην επιφάνεια τους εθνικισμούς που μέσα στον 20ο αιώνα προκάλεσαν τόση δυστυχία στην ευρωπαϊκή ήπειρο. Φυσικά ασπάζομαι το φόβο των φίλων μου και δεν έχω αυταπάτες για τον δημαγωγικό και αντιδραστικό χαρακτήρα αυτού του προφανή αυτισμού. Λέω προφανή γιατί, στην πραγματικότητα, αυτά τα ακροδεξιά κινήματα δεν θα αμφισβητήσουν ποτέ την ηγεσία της πλουτοκρατίας των ολιγοπωλίων. Δεν πιστεύω ότι η «υπεράσπιση της ευρωπαϊκής ιδέας με κάθε κόστος» και η de facto αποδοχή της σημερινής πραγματικότητας (με το πρόσχημα ότι η κατάσταση «δεν είναι τόσο άσχημη» όσο αυτή που θα προέκυπτε από τον ακροδεξιό λαϊκισμό) θα μας προετοιμάσουν για να αντιμετωπίσουμε την κατάρρευση του ευρωπαϊκού σχεδίου από την άκρα δεξιά. Το να πιστεύουμε ότι μπορεί να δημιουργηθεί μια Κοινωνική Ευρώπη με αργές κινήσεις είναι μη ρεαλιστικό. Το υπάρχον θεσμικό πλαίσιο δεν θα επιτρέψει τίποτα περισσότερο από διακοσμητικές μεταρρυθμίσεις χωρίς κανένα αποτέλεσμα. Ο κόσμος το γνωρίζει ήδη. Η πολιτική Αριστερά το έχει καταλάβει και αντλεί συμπεράσματα από αυτό.

Οι Ηνωμένες Πολιτείες είναι απόλυτα ξεκάθαρες αλλά και ουδέτερες απέναντι στο συγκεκριμένο ζήτημα: Η Ευρώπη με τους θεσμούς των Βρυξελλών, στη σημερινή τους μορφή, εξυπηρετεί απόλυτα τις αμερικανικές επιδιώξεις. Αλλά και μια Ευρώπη διασπασμένη σε Κράτη υπό την κυριαρχία των λαϊκιστών και πάλι θα εξυπηρετεί τα αμερικανικά συμφέροντα.

Αυτό το δίλλημα – διάσωση του ευρωπαϊκού σχεδίου με κάθε κόστος ή χάος – εάν αποτελούσε τη μοναδική εναλλακτική θα σήμαινε ότι η Ευρώπη βρίσκεται στην οδό της μη αναστρέψιμης παρακμής. Παραμένω όμως αισιόδοξος επειδή πιστεύω ότι η ανοικοδόμηση αυθεντικών πολιτικών κινημάτων της Αριστεράς στην ευρωπαϊκή ήπειρο είναι εφικτή μέσα από την αναγέννηση της πολιτικής κουλτούρας της σύγκρουσης.

Αναδημοσίευση από: http://aristerovima.gr/details.php?id=768

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Share |

LinkWithin

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...
Related Posts with Thumbnails